ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Στο βοήθημα αυτό παρουσιάζονται επιγραμματικά ορισμένες βασικές έννοιες της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας που είναι χρήσιμες για τη μελέτη του Κειμένου Εργασίας της Π.Ε. Ταυτόχρονα με την παρουσίασή τους, υπάρχουν παραπομπές στα αντίστοιχα εδάφια του Κειμένου Εργασίας.
1. Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ο καπιταλιστικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός ή καπιταλισμός ή καπιταλιστική κοινωνία είναι διαλεκτική ενότητα υλικής βάσης (ή τρόπου παραγωγής ή οικονομικής διάρθρωσης) και εποικοδομήματος – κι αυτά στην εθνική αλλά και στη διεθνική διάσταση.
Η υλική βάση ή τρόπος παραγωγής διαμορφώνεται από τη διαλεκτική συνάρθρωση αλλά και αντίθεση παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων.
Παραγωγικές δυνάμεις = μέσα παραγωγής (= μέσα εργασίας, δηλ. εργαλεία ή μηχανήματα με τα οποία ο εργαζόμενος επιδρά στα αντικείμενα εργασίας, εγκαταστάσεις και κτήρια, μέσα μεταφοράς και κοινωνικές υποδομές όπως δρόμοι, αεροδρόμια ή λιμάνια, μέσα επικοινωνίας και γη + αντικείμενα εργασίας, δηλ. πρώτες ύλες + βοηθητικές ύλες, δηλ. καύσιμα, ενεργειακοί πόροι + επιστήμη, που επηρεάζει και τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας και τις βοηθητικές ύλες, αλλά και την εργατική δύναμη) + εργατική δύναμη (το σύνολο των χειρωνακτικών και διανοητικών ικανοτήτων του εργαζόμενου ανθρώπου – είναι η πρώτη παραγωγική δύναμη).
Παραγωγικές ή οικονομικές σχέσεις = σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία της παραγωγής και γενικότερα της οικονομικής ζωής. Δηλαδή, σχέσεις στην άμεση διαδικασία παραγωγής (= σχέσεις εργασίας με τον εργοδότη, σχέσεις με τα μέσα εργασίας, καταμερισμός εργασίας, σχέσεις κοινωνικά συνδυασμένης εργασίας) + σχέσεις ιδιοκτησίας (= σχέσεις κατοχής μέσων παραγωγής) + σχέσεις αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (εκπαίδευση, υγεία-ασφάλιση, χώρος-κατοικία-περιβάλλον) + σχέσεις ανταλλαγής + σχέσεις διανομής (σχέσεις των παραγωγών με τα προϊόντα-τον κοινωνικό πλούτο που παράγουν) + σχέσεις κατανάλωσης.
. Εποικοδόμημα = πολιτικό σύστημα (κράτος, πολιτικοί θεσμοί, κόμματα, ΜΜΕ) + δικαιοσύνη + κατασταλτικοί μηχανισμοί (στρατός, αστυνομία) + ιδεολογικοί μηχανισμοί + μορφές κοινωνικής συνείδησης (συστήματα ιδεών, θρησκεία, έθιμα, ηθικοί κανόνες) + διαδικασίες κοινωνικής ζωής (κοινωνικές τάξεις, κοινωνική διαστρωμάτωση, οικογένεια).
Όλα αυτά διαπλέκονται έτσι ώστε να αναδεικνύουν σε ακρογωνιαίους λίθους για τον καπιταλισμό τα εξής: Την εμπορευματική παραγωγή – την εκμετάλλευση απλήρωτης δουλειάς - την καπιταλιστική ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής – την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης.
- Γι’ αυτό θεωρούμε θεμελιώδη την αντίθεση παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων και της αφιερώνουμε χώρο στην ανάλυση της κρίσης (σσ. 18-19, Ε.3). Θεμελιώδη ανάμεσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, λειτουργούν διαρκώς και προβάλλουν ορμητικά στις κρίσεις. Γι' αυτό εξετάζουμε διεξοδικά αυτές τις αντιθέσεις και αντιφάσεις (σσ. 18-21, Β.3-Β.4).
- Γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζουμε την εκπαίδευση και ειδικά τα ΑΕΙ μόνο ως ιδεολογικό μηχανισμό, αλλά και ως κοινωνικό-κατανεμητικό και ως οικονομικό - εξ ου και η θέση για επιχειρηματικό πανεπιστήμιο ή η συσχέτιση της Μπολόνια με τις εργασιακές σχέσεις και την ανάπλαση των εργασιακών ικανοτήτων (σσ. 11-12, Α.1.γ).
2. Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΛΟΝ, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ
Σε σχέση με τα παραπάνω, είναι κρίσιμες μερικές διευκρινίσεις.
α. Υλική βάση δεν είναι μόνο η άμεση διαδικασία παραγωγής, οι άμεσα παραγωγικές σχέσεις (αγοραπωλησία εργατικής δύναμης, απόσπαση υπεραξίας, παραγωγή εμπορευμάτων). Αυτό είναι ο πυρήνας. Υλική βάση είναι το σύνολο των οικονομικών διαδικασιών (ιδιοκτησία, παραγωγή, ανταλλαγή, διανομή, αγορά, κυκλοφορία) που συναρθρώνονται σε ένα ενιαίο όλο.
- Γι’ αυτό κάνουμε μεν θεμέλιο της ανάλυσής μας τον πυρήνα (ποσοστό κέρδους, απόσπαση υπεραξίας), αλλά δεν μένουμε εκεί. Τον συνδέουμε με τις υπόλοιπες πλευρές της καπιταλιστικής οικονομίας (σσ. 9-13, Α.1 και Α.2).
- Γι’ αυτό αναζητούμε τη βαθύτερη αιτία της κρίσης όχι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά στην παραγωγή και εξετάζουμε τις αλληλεπιδράσεις τους.
- Γι’ αυτό αναζητούμε τη βαθύτερη ουσία της κρίσης χρέους στις βαθύτερες διεργασίες του καπιταλισμού (σσ. 13-15, Α.3).
- Γι’ αυτό το λεγόμενο «νεοφιλελευθερισμό» δεν τον αντιμετωπίζουμε απλώς ως πολιτική ή με κέντρο τις αγορές, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την κυριαρχία του πλασματικού επί του παραγωγικού κεφαλαίου, την «παγκοσμιοποίηση».
β. Καπιταλισμός δεν είναι μόνο η υλική βάση, ο τρόπος παραγωγής. Είναι, επίσης, το εποικοδόμημα, οι διεθνείς σχέσεις, οι μορφές συγκρότησης του κεφαλαίου, η πυραμίδα του και ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, καθώς και ο κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός δύναμης των αντιμαχόμενων τάξεων.
- Γι’ αυτό, θεμελιώνουμε τη θέση περί νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όχι μόνο στην άμεση διαδικασία της παραγωγής ή έστω στην υλική βάση, αλλά στο σύνολο των διαδικασιών -οικονομικών και πολιτικών, εθνικών και διεθνικών- που λαμβάνουν χώρα στον καπιταλισμό (Θέσεις και Απόφαση 2ου Συνεδρίου).
- Με την ίδια λογική, ερμηνεύουμε την κρίση με πυρήνα την υπεραξία και το ποσοστό κέρδους, αλλά στην αλληλεπίδρασή τους με τις άλλες πλευρές, όπως, η ταξική πάλη, ο ανταγωνισμός, το κράτος, οι διεθνείς σχέσεις (σσ. 15-16, Β.1).
- Με την ίδια λογική ερμηνεύουμε την κρίση στην ΕΕ (σσ. 22-24, Γ.1) και στην Ελλάδα (σσ. 24-27, Γ.2).
- Με την ίδια λογική ανιχνεύουμε την αστική απάντηση στην κρίση με πυρήνα την υλική βάση, αλλά σε όλα τα πεδία (σσ. 30-34, Δ.2-Δ.4).
γ. Ο καπιταλισμός δεν είναι ίδιος σε όλες τις χώρες ούτε ίδιος σε όλες τις εποχές. Οι γενικοί του νόμοι, τα γενικά του χαρακτηριστικά εκφράζονται με ιστορικά ιδιαίτερο και συγκεκριμένο τρόπο κάθε φορά. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να κατακτάμε μια διαλεκτική γενικού-ειδικού, διαχρονικού-ιστορικά συγκεκριμένου, τόσο για την ιστορική διαδρομή του καπιταλισμού, όσο και της κρίσης, μια διαλεκτική που δεν θα εξαντλείται μόνο στο ειδικό ούτε θα αρκείται στη διαρκή επανάληψη του γενικού.
Με βάση αυτή τη διαλεκτική προσεγγίζουμε:
- Τον ολοκληρωτικό και τη σχέση του με τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό γενικά (Θέσεις και Απόφαση 2ου Συνεδρίου).
- Την ειδική σημερινή κρίση σε σχέση με τη γενική μαρξιστική ανάλυση για τις κρίσεις (σσ. 15-16, Β.1).
- Την κρίση στον ελληνικό καπιταλισμό και στην ΕΕ σε σχέση με την κρίση στον καπιταλισμό γενικά (τα κεφάλαια αυτά ακολουθούν τη γενική ανάλυση της κρίσης (σσ. 24-27, Γ.2 και σσ. 22-24, Γ.1).
3. ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Η οργάνωση της παραγωγής με σκοπό την αγοραπωλησία των προϊόντων-εμπορευμάτων και όχι την άμεση κατανάλωσή τους από τον παραγωγό τους.
Υπήρχε ήδη από τη δουλοκτητική κοινωνία και τη φεουδαρχία. Κυρίαρχη και σχεδόν καθολική μορφή οργάνωσης της παραγωγής έγινε μόνο στον καπιταλισμό.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός και η αστική απάντηση στην κρίση καθολικοποιούν την εμπορευματική παραγωγή, με τη μετατροπή σε εμπόρευμα των ρύπων, των γονιδίων, του αέρα κ.λπ., με τις ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών υποδομών, με την απελευθέρωση των αγορών, με την εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε νέες χώρες και τομείς (σελ. 9, α.1.α και σσ. 30-31, Δ.2).
Για την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής απαιτούνται δύο προϋποθέσεις:
- Η εργασία να υπάγεται στον κοινωνικό καταμερισμό (= διάφοροι παραγωγοί να ειδικεύονται στην παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων)., «να αποτελεί συστατικό μέρος και κλάσμα του συνολικού ποσού εργασίας που ξοδεύεται από την κοινωνία» (Μαρξ).
- Το ξεχώρισμα των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής, «η διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας ανάμεσα στον εργαζόμενο και τα μέσα εργασίας» (Μαρξ), και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας.
Υπάρχουν δύο τύποι εμπορευματικής παραγωγής:
- Απλή εμπορευματική παραγωγή = στηρίζεται στην προσωπική εργασία των ίδιων των εμπορευματοπαραγωγών και των μελών των οικογενειών τους και γίνεται με σκοπό τη συντήρηση των παραγωγών και των οικογενειών τους.
- Διευρυμένη ή καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή = στηρίζεται στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία και στην εκμετάλλευση ξένης μισθωτής εργασίας των εργατών, και γίνεται με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό των καπιταλιστών.
Τι είναι εμπόρευμα;
Καθετί που έχει κοινωνική αξία χρήσης και μεταβιβάζεται μέσω της ανταλλαγής, της αγοραπωλησίας. Καθετί που ικανοποιεί ανθρώπινες κοινωνικές ανάγκες, είτε βιολογικές-υλικές είτε πνευματικές, είτε είναι υλικό είτε άυλο, είτε μπορεί να διαχωριστεί από τον παραγωγό του είτε όχι, είτε αυτή η ανάγκη είναι πλαστή είτε πραγματική, είτε έχει παραχθεί άμεσα είτε είναι φυσικός πόρος.
Με βάση αυτή τη θέση, πώς απαντάμε το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα δεν παράγουμε τίποτα (σεΛ. 27, σημείο v).
Ποια χαρακτηριστικά έχει το εμπόρευμα
- Αξία χρήσης = καθορίζεται από την ωφελιμότητα-χρησιμότητά του και τις ιδιότητές του, και αποτελεί μέτρο του κοινωνικού πλούτου.
- Ανταλλακτική αξία ή αξία = η αξία που έχει ένα εμπόρευμα στην ανταλλαγή του με άλλα ή στην αγοραπωλησία. Η αξία με την οποία ανταλλάσσεται-εξισώνεται με τα άλλα εμπορεύματα (ή με το χρήμα).
Η πρώτη είναι ιδιότητα η δεύτερη κοινωνική-οικονομική σχέση που εκδηλώνεται διά μέσου της αγοράς. Η πρώτη είναι περιεχόμενο η δεύτερη μορφή. Η δεύτερη είναι έκφραση της πρώτης και η πρώτη υλικός φορέας της δεύτερης.
Ως αξίες χρήσης τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ ως αξίες είναι ομοιογενή, πράγμα που τους επιτρέπει να εξισώνονται-να αντιστοιχίζονται το ένα με το άλλο στην πορεία της ανταλλαγής.
Πώς καθορίζεται η ανταλλακτική αξία και η τιμή των εμπορευμάτων;
Οι αστοί υποστηρίζουν από την προσφορά και τη ζήτηση, από την ωφελιμότητά τους (αυτό αφορά ομοειδή προϊόντα). Ο μαρξισμός, από κάποιο «κοινό μέτρο», ένα ενιαίο χαρακτηριστικό το οποίο διαθέτουν όλα τα εμπορεύματα και στο οποίο μπορούν να αναχθούν όλα. Αυτό είναι ότι για την παραγωγή τους καταναλώθηκε εργασία.
Άρα, μέτρο της αξίας του εμπορεύματος είναι η «αντικειμενοποιημένη, ενσωματωμένη ή αποκρυσταλλωμένη σε αυτό κοινωνική εργασία», «τα ποσά εργασίας που έχουν ξοδευτεί, αντικειμενοποιηθεί ή ενσωματωθεί μέσα σε αυτό» (Μαρξ).
- Μιλάμε για τη συνολική ποσότητα εργασίας που έχει απαιτηθεί και όχι για εκείνη που δαπανήθηκε στο τελικό στάδιο της παραγωγής του: «Πρέπει στο ποσό της εργασίας που ξοδεύτηκε τελευταία σ’ αυτό, να προστεθεί και το ποσό της εργασίας που είχε καταναλωθεί προηγούμενα στην πρώτη ύλη του εμπορεύματος, καθώς και η εργασία που είχε χρησιμοποιηθεί στα όργανα, στα εργαλεία, στις μηχανές και στα χτίρια, που παίρνουν μέρος στην εργασία αυτή» (Μαρξ).
Με ποια έννοια σήμερα μιλάμε για κλονισμό του νόμου της αξίας (σελ. 20, Β.4.α).
- Μιλάμε όχι για οποιαδήποτε ποσότητα εργασίας, αλλά για την κοινωνικά αναγκαία ποσότητα εργασίας, για «το ποσό εργασίας που είναι αναγκαίο για την παραγωγή του μέσα σε μια δοσμένη κοινωνική κατάσταση, κάτω από ορισμένους μέσους κοινωνικούς όρους παραγωγής, με μια δοσμένη μέση κοινωνική εντατικότητα και με μια μέση επιδεξιότητα της εργασίας» (Μαρξ).
- Μέτρο της μάζας-της ποσότητας της εργασίας είναι τελικά ο χρόνος, η ποσότητά του χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή του εμπορεύματος. Ώστε τελικά μέτρο της αξίας ενός εμπορεύματος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του.
- Όμως αυτό δεν είναι αμετάβλητο, εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας: «Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγική δύναμη της εργασίας, τόσο περισσότερο προϊόν κατασκευάζεται μέσα σ’ ένα δοσμένο χρόνο εργασίας» (Μαρξ).
- Εν κατακλείδι, «οι αξίες των εμπορευμάτων είναι κατευθείαν ανάλογες προς τον εργάσιμο χρόνο που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους και αντίστροφα ανάλογες προς την παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε» (Μαρξ).
Ποια η σχέση ανταλλακτικής αξίας και τιμής του εμπορεύματος
Τιμή = η χρηματική έκφραση της ανταλλακτικής αξίας ή αξίας.
Με το μετασχηματισμό-μετατροπή της αξίας σε τιμή «δίνουμε στις αξίες όλων των εμπορευμάτων μια ανεξάρτητη και ομοιογενή μορφή ή τις εκφράζουμε σαν ποσά ίσης κοινωνικής εργασίας» (Μαρξ). Ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές είναι ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα. Εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση, την ύπαρξη μονοπωλίων, τον ανταγωνισμό, την ταξική πάλη.
Γενικά, η τιμή των εμπορευμάτων έχει την τάση να συμπίπτει με την αξία των προϊόντων, να συγκλίνει-να ισορροπεί γύρω από αυτήν. Και η προσφορά και η ζήτηση; Καθορίζει τις διακυμάνσεις γύρω από αυτή την τιμή: «Οι διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, πότε πάνω πότε κάτω απ’ την αξία ή φυσική τιμή, εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης» (Μαρξ).
4. ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ
Στον καπιταλισμό, εμπόρευμα δεν είναι η εργασία, αλλά η εργατική δύναμη, δηλαδή οι χειρωνακτικές και διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου με τις οποίες μπορεί να παράγει εμπορεύματα-προϊόντα.
Η ε.δ. ως εμπόρευμα έχει ιδιαιτερότητες: α) Τίθεται «ελεύθερα», τμηματικά και για ορισμένο χρόνο στη διάθεση του κεφαλαιοκράτη (αν ήταν μόνιμα, εφάπαξ και διά βίου, θα μιλάγαμε για δούλο). β) Καθώς «καταναλώνεται», παράγει αξίες μεγαλύτερες από την αξία που έχει η ε.δ. γ) Ως εμπόρευμα, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον κάτοχό του (γι’ αυτό ο κεφαλαιοκράτης ενδιαφέρεται να συντηρεί τον κάτοχο-άνθρωπο, όχι από φιλανθρωπία) – σε ορισμένες περιπτώσεις και η νέα αξία χρήσης που παράγει δεν μπορεί να διαχωριστεί (π.χ. υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης).
Η ε.δ. έχει αξία χρήσης, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα στον καπιταλισμό: παράγει νέες αξίες-εμπορεύματα και βοηθά στην αξιοποίηση του κεφαλαίου.
Η ε.δ. έχει και ανταλλακτική αξία. Η αξία αυτή εκφρασμένη σε χρήμα είναι η τιμή της ε.δ. Παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής είναι μισθός (μεταβλητό κεφάλαιο).
Η αξία και η τιμή της ε.δ., άρα το ύψος του μισθού δεν καθορίζονται αυθαίρετα, ούτε είναι ζήτημα θέλησης, συνήθειας, παράδοσης. Υπόκειται σε αντικειμενικούς προσδιορισμούς και είναι αντικείμενο ταξικής διαπάλης
«Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό εργασίας που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της… από την αξία των μέσων συντήρησης που απαιτούνται για την παραγωγή, την ανάπτυξη, τη διατήρηση και τη διαιώνιση της εργατικής δύναμης» (Μαρξ).
Υπάρχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην αξία της ε.δ.: Αποτελείται από δύο στοιχεία: ένα φυσικό-βιολογικό και ένα ιστορικό-κοινωνικό.
Το ακρότατο-κατώτατο όριό της καθορίζεται από τα φυσικά-βιολογικά όρια, δηλ. τα απαραίτητα μέσα για τη διαιώνιση της φυσικής της ύπαρξης, την επιβίωση και αναπαραγωγή της, και τα ακρότατα όρια της εργάσιμης μέρας. Κι αυτά, όμως, τα όρια είναι ελαστικά, μιας και «μια γρήγορη αλληλουχία από ασθενικές και βραχύβιες γενιές θα εφοδίαζε την αγορά εργασίας εξίσου καλά όσο και μια σειρά από ρωμαλέες και μακρόβιες γενιές» (Μαρξ).
Το ιστορικό κοινωνικό όριο δεν σχετίζεται με τη φυσική ζωή, αλλά «με τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες είναι τοποθετημένοι και αναπτύσσονται οι άνθρωποι», με την ιστορική παράδοση, την κοινωνική συνήθεια – δηλ. την ταξική πάλη. «Αυτό το ιστορικό-κοινωνικό στοιχείο που μπαίνει στην αξία της εργασίας μπορεί να δυναμώσει ή να αδυνατήσει ή και να σβήσει ολότελα, έτσι που να μη μείνει τίποτα άλλο εκτός από το φυσικό όριο» (Μαρξ).
Σε σχέση με αυτό, τι γίνεται σήμερα; (σσ. 20-21, Β.4.β και σελ. 30, Δ.2.α).
5. ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ
Η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται στη μίσθωση/αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης με σκοπό να παραχθούν εμπορεύματα.
Το εμπόρευμα εργατική δύναμη, καθώς καταναλώνεται, παράγει αξία υπέρτερη από την αξία του. Το πρόσθετο αυτό τμήμα της παραγόμενης αξίας λέγεται υπεραξία. Την υπεραξία δεν την καρπώνεται ο παραγωγός της, αλλά ο κεφαλαιοκράτης. Η παραγωγή της υπεραξίας και η ιδιοποίησή της από τους καπιταλιστές είναι η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο βασικός οικονομικός νόμος-ο πυρήνας του καπιταλισμού. «Σ’ αυτό το είδος της ανταλλαγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία θεμελιώνεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ή το μισθωτό σύστημα» (Μαρξ).
Γι’ αυτό πυρήνας της ανάλυσης για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και για την κρίση είναι αυτό το ζήτημα.
Σε αυτή τη βάση, ο χρόνος εργασίας διακρίνεται σε αναγκαίο χρόνο εργασίας (ή αναγκαία εργασία, που αντιστοιχεί στην παραγωγή αξίας ίση με την αξία της εργατικής δύναμης) και πρόσθετο χρόνο εργασίας (ή υπερεργασία, που αντιστοιχεί στην παραγωγή της υπεραξίας).
Άρα, ο εργάτης πληρώνεται για τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας και όχι για την υπερεργασία που, ωστόσο φαίνεται να πληρώνεται για όλο το χρόνο εργασίας. Γι’ αυτό λέμε ότι ο μισθός συγκαλύπτει την εκμετάλλευση, μιας και εμφανίζεται ως αντίτιμο όλης της εργασίας.
Στη βάση αυτών, η αξία των εμπορευμάτων κατά βάση διαμορφώνεται από την εργασία που ενσωματώνουν κι όχι από το ύψος των μισθών. «Η ανταμοιβή για την εργασία και το ποσό της εργασίας είναι δύο ολότελα διαφορετικά πράγματα» (Μαρξ). Άρα, δεν φταίνε οι μισθοί για τον πληθωρισμό κι ούτε θα βελτιωθεί η αξία των εμπορευμάτων με τον λεγόμενο «εσωτερικό αποπληθωρισμό» (σελ. 30, δ.2.α).
Πού παράγεται υπεραξία; Στην παραγωγή αξιών χρήσης και αξιών, όχι στη διανομή, στην κυκλοφορία, στην κατανάλωση – εκεί εκδηλώνεται. Με την πώληση των εμπορευμάτων πραγματώνεται.
Διακρίνουμε την αποσπώμενη υπεραξία σε σχετική και απόλυτη.
- Απόλυτη υπεραξία = υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας (αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας) ή την εντατικοποίηση της εργασίας.
- Σχετική υπεραξία = υπεραξία που προέρχεται από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας με τη βοήθεια τεχνολογικών ή οργανωτικών/κοινωνικών καινοτομιών, άρα από την ελάττωση του αναγκαίου κοινωνικά χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο.
Η κίνηση της υπεραξίας, η διαπλοκή των δύο μορφών της αποτελεί βασικό στοιχείο της ανάλυσης για τον ολοκληρωτικό, τις αναδιαρθρώσεις μετά το 1980, την κρίση και την αστική απάντηση (σσ. 9-13, Α.1-Α.2 και σελ. 30, Δ.2.α).
Μάζα υπεραξίας (υ) = η συνολική ποσότητα υπεραξίας που αποσπά ο καπιταλιστής
Ποσοστό υπεραξίας (υ') = μάζα υπεραξίας (υ) προς μεταβλητό κεφάλαιο (μ), ή υ/μ.100%
Βαθμός εκμετάλλευσης = πρόσθετος / αναγκαίος χρόνος εργασίας ή ποσοστό υπεραξίας.
6. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
- Σταθερό κεφάλαιο (σ) = η αξία των μέσων παραγωγής
- Μεταβλητό κεφάλαιο (μ) = οι εργατικές αποδοχές
- Οργανική σύνθεση κεφαλαίου (σ/μ) = η σχέση του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Αντικατοπτρίζει τη μάζα των μέσων παραγωγής που κινεί μια ορισμένη μάζα εργατικής δύναμης. Σχετίζεται με την τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής.
Η οργανική σύνθεση εμπεριέχει μια θεμελιακή για τον καπιταλισμό αντίφαση, την οποία αναλύει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: Ο ένας παράγοντας που αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και τη μάζα της αποσπώμενης υπεραξίας (τεχνολογική πρόοδος, αύξηση του κόστους της νεκρής εργασίας, δηλ. των μέσων εργασίας = ακριβότερο σ) κονταροχτυπιέται με τον παράγοντα που παράγει υπεραξία (μεταβλητό κεφάλαιο = μ, διότι η τεχνολογική πρόοδος εκτοπίζει τη ζωντανή εργασία, μειώνει τα «εργατικά χέρια», άρα μειώνει τους παραγωγούς υπεραξίας, άρα και τη μάζα της παραγόμενης υπεραξίας).
Στον πυρήνα της ανάλυσής μας για την κρίση αυτή η αντίφαση και ειδικά ο ρόλος της στην κρίση του 2000 (σσ.11-12, Α.1.γ και Α.2).
- Απλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου = παραγωγή που έχει ως σκοπό με την πώληση απλώς να αναπαραχθούν τα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν.
- Διευρυμένη αναπαραγωγή = παραγωγή όπου ένα μέρος της υπεραξίας μετατρέπεται σε κεφάλαιο και χρησιμοποιείται για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής.
- Κοινωνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου = απλή ή διευρυμένη αναπαραγωγή + αναπαραγωγή της εκμεταλλευτικής σχέσης + αναπαραγωγή συνολικά της αστικής κυριαρχίας
Γι’ αυτό μιλάμε για «δίδυμους πύργους» του καπιταλισμού, των μετασχηματισμών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της σημερινής αστικής απάντησης στην κρίση (σσ. 9, Α.1.α και σσ. 28-29, Δ.1).
- Συσσώρευση του κεφαλαίου = μετατροπή μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο. Έχει την τάση να αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και να οδηγεί στη συγκέντρωση-μεγέθυνση-επέκταση της παραγωγής, την τάση για μονοπώληση και την τάση για υπέρβαση των εθνικών ορίων δράσης – την καπιταλιστική διεθνοποίηση και τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ (η αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου και της παραγωγής γίνεται και με τη συγκεντροποίηση, δηλ. τη συνένωση ή εξαγορά άλλων κεφαλαίων).
- Υπερσυσσύρευση κεφαλαίου = ύπαρξη πλεοναζόντων κεφαλαίων (δηλ. μάζας υπεραξίας) που έχουν προέλθει από προηγούμενη φάση συσσώρευσης-εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και δεν μπορούν να επανεπενδυθούν αποδοτικά, με ικανοποιητικό για το κεφάλαιο κέρδος.
Για την κρίση υπερσυσσώρρευσης (σσ. 15-16, Β.1).
7. ΚΕΡΔΟΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΕΡΔΟΥΣ
Κέρδος (κ) = μετασχηματισμένη έκφραση της υπεραξίας και ποσοστό κέρδους (κ’) = μετασχηματισμένη έκφραση του ποσοστού υπεραξίας. «Ονομάζω κέρδος την υπεραξία ή το μέρος της συνολικής αξίας του εμπορεύματος στο οποίο είναι αντικειμενοποιημένη η υπερεργασία ή απλήρωτη εργασία του εργαζόμενου» (Μαρξ).
Ενώ είναι δημιούργημα της εργατικής δύναμης (του μεταβλητού κεφαλαίου) και της υπεραξίας, παρουσιάζεται ως δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου (σταθερού και μεταβλητού), μιας και τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής αποτελούνται από τα έξοδα για τα μέσα παραγωγής (σταθερό) και το μισθό εργασίας (μεταβλητό). Άρα, συγκαλύπτει την εκμετάλλευση.
Ποσοστό κέρδους = μάζα υπεραξίας (υ) προς σταθερό + μεταβλητό κεφάλαιο (σ+μ). Δηλ.: Κ' = υ/σ+μ .100%
Μπορεί να γίνει (αν παρονομαστής και αριθμητής διαιρεθούν με μ) Κ' = υ/μ προς σ/μ+1 .100%. Οπότε στην ουσία είναι ο λόγος του ποσοστού υπεραξίας προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.
Το ποσοστό κέρδους αποτελεί δείκτη της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, κριτήριο για το τι και πώς παράγεται, αλλά και για το πώς και σε ποιους κλάδους κατανέμεται-επενδύεται το κεφάλαιο. Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής». Και: «Το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος» (Μαρξ).
Γι' αυτό το κάνουμε θεμέλιο της ανάλυσής μας για την κρίση (σσ. 15-16, Β.1).
Το κέρδος δημιουργείται στην παραγωγή εμπορευμάτων, όμως μοιράζεται σε παραγωγικό-βιομηχανικό κέρδος, τόκο και γαιοπρόσοδο. Το πώς γίνεται αυτή η κατανομή είναι αντικείμενο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Τι σχέση έχει αυτή η διαπάλη με τα εργατικά συμφέροντα: «Για τον ίδιο τον εργάτη αποτελεί μιαν υπόθεση δευτερεύουσας σημασίας αν η υπεραξία αυτή, που είναι αποτέλεσμα της υπερεργασίας ή της απλήρωτης δουλειάς του, τσεπώνεται ολόκληρη από τον κεφαλαιοκράτη βιομήχανο ή αν ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να πληρώνει κομμάτια απ’ αυτή την υπεραξία σε τρίτα πρόσωπα με την ονομασία της γαιοπροσόδου και του τόκου» (Μαρξ).
Πώς εκφράζεται αυτό στη θέση για το ποιους ωφελεί το Μνημόνιο (σσ. 28-29, Δ.1.β).
Το ποσοστού κέρδους επιδρά στη διάταξη-κατανομή κεφαλαίου και εργασίας: «Το κεφάλαιο και η εργασία θα μεταφέρονταν από τους κλάδους παραγωγής που αποφέρουν λιγότερο κέρδος στους κλάδους που αποφέρουν περισσότερο κέρδος» (Μαρξ).
- Η αναζήτηση μέγιστου ποσοστού κέρδους (που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στην παραγωγή – εξ ου και η υπερσυσσώρευση) εξηγεί γιατί τα πλεονάζοντα κεφάλαια επενδύουν στο ΧΠΣ, κι ας είναι πιο ριψοκίνδυνο, γιατί υπάρχουν οι «υπερβολές» κι ο καπιταλισμός γίνεται «καζίνο» – και όχι η ανεξήγητη ροπή προς τον τζόγο ή τα γκολντεν μπόις.
- Γι’ αυτό μελετάμε τις ανακατατάξεις στο κεφάλαιο (σσ. 31-31, Δ.3).
Στον καπιταλισμό υπάρχει τάση για διαμόρφωση μέσου ποσοστού κέρδους (που αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει, όταν μιλάμε για τον καπιταλισμό συνολικά κι όχι για μια συγκεκριμένη επιχείρηση μόνο), ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών του ίδιου κλάδου παραγωγής, των διάφορων κλάδων παραγωγής και του παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Ο τύπος Κ' = υ/σ+μ .100% ή αλλαγμένο Κ' = υ/μ προς σ/μ+1 .100% δείχνει και από ποιους παράγοντες επηρεάζεται το ποσοστό κέρδους:
Το επιδεινώνουν οι παράγοντες που μειώνουν τη μάζα της υπεραξίας ή αυξάνουν το σταθερό ή/και μεταβλητό κεφάλαιο. Ή αυτοί που έχουν ως συνέπεια η τάση ανόδου του ποσοστού υπεραξίας να είναι υποδεέστερη της τάσης ανόδου της οργανικής σύνθεσης.
Το ανεβάζουν οι παράγοντες: α) Που αυξάνουν το ποσοστό υπεραξίας (αύξηση μάζας υπεραξίας, εντατικοποίηση εργασίας, παράταση εργάσιμου χρόνου, μείωση εργατικών αμοιβών κ.λπ.). β) Που μειώνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, με απόλυτη ή σχετική οικονομία στη χρήση του σταθερού κεφαλαιου με παράταση της εργάσιμης μέρας και της λειτουργίας των μηχανών, συγκέντρωση και μαζική χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής, κοινωνικά συνδυασμένη εργασία, μη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας στους χώρους εργασίας, τεχνολογική πρόοδο και βελτίωση παραγωγικότητας, ανακύκλωση απορριμάτων παραγωγής, μόρφωση και συλλογική πείρα εργατών). γ) Που επιταχύνουν την ανακύκληση/περιστροφή του κεφαλαίου (δηλαδή τον κύκλο χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα, καθώς όσο μικρότερος είναι αυτός ο χρόνος τόσο πιο μικρό θα γίνεται, σε σύγκριση με το συνολικό κεφάλαιο, το αχρησιμοποίητο μέρος του κεφαλαίου). δ) Οι παράγοντες που επιτρέπυν την άντληση πρόσθετου κέρδους με την αξιοποίηση των εξωτερικών εμπορικών ανταλλαγών.
Τους παράγοντες αυτούς κινητοποίησε το κεφάλαιο μετά το 1980 (με διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους) για να αντιρροπίσει την πτώση του ποσοστού κέρδους. Κάποιους από αυτούς, με άλλους συνδυασμούς – γιατί η πτώση του ποσοστού κέρδους οφείλεται σε άλλους λόγους- κινητοποιεί και σήμερα στο πλαίσιο της αστικής απάντησης στην κρίση (σσ. 9-13, Α.1-Α.2 και σσ. 30-31, Δ,2).
Ιστορικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέδρους. Στον πυρήνα της η αντίφαση που αναφέρθηκε πριν όσον αφορά την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου: «Ταυτόχρονα όμως με την πρόοδο της συσσώρευσης συντελείται μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο του συνολικού κεφαλαίου που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο, από μηχανές, πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής σε κάθε δυνατή μορφή, αυξάνεται πιο γρήγορα σε σύγκριση με τα άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς ή στην αγορά εργασίας» (Μαρξ). Πρόκειται για ιστορική τάση, που λειτουργεί παράλληλα με τους παράγοντες που την αντιρροπούν, ανέβάζοντας το ποσοστό κέρδους πρόσκαιρα. Άρα το ποσοστό κέρδους δεν πέφτει πάντα.
- Τη διαδρομή αυτή παρουσιάζουμε στο κεφάλαιο για το πρόσφατο παρελθόν της κρίσης (σσ. 9-13, Α.1-Α.2).
- Πώς συμπλέκεται η υπερσυσσώρρευση με την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους και γιατί αποτελούν πλευρές της ίδιας διαδικασίας (σσ. 15-16, Β.1).
Α. Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής
Τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίζονται ακόμα κατά την περίοδο της αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, δηλαδή πριν 7.000 χρόνια.
Η εμπορευματική παραγωγή υπήρχε και στη δουλοκτητική κοινωνία και στη φεουδαρχία. Σε αυτά τα κοινωνικά συστήματα, όμως, η εμπορευματική παραγωγή δεν ήταν κυρίαρχη γιατί:
- Πρώτο, η παραγωγή των εμπορευμάτων ήταν περιορισμένη, επειδή κυριαρχούσαν οι φυσικές μορφές παραγωγής.
- Δεύτερο, οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής από την ίδια τους την εσωτερική δομή, δεν απαιτούσαν τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα και μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν υπήρχε ή όχι εμπορευματική παραγωγή.
- Τρίτο, στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς η εμπορευματική μορφή των προϊόντων ήταν ένα ιδιόμορφο «ξένο σώμα», που δε βοηθούσε στο δυνάμωμά τους.
Μόνο στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή αποχτάει καθολικό χαρακτήρα. Εδώ τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται. Αντικείμενο αγοραπωλησίας γίνεται και η ίδια η εργατική δύναμη (ΕΔ) του ανθρώπου.
Το εμπόρευμα γίνεται «οικονομικό κύτταρο», ένα στοιχείο που είναι εσωτερικά αναγκαίο για το καπιταλιστικό σύστημα και που χωρίς αυτό η εμφάνιση και η ύπαρξη του καπιταλισμού είναι κατ' αρχήν αδύνατη.
Στο οικονομικό αυτό κύτταρο που λέγεται εμπόρευμα εμπεριέχονται τα κύρια χαρακτηριστικά και οι αντιθέσεις του καπιταλισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Κ. Μαρξ γράφει: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός εμπορευμάτων" και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι' αυτό η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος».1
Τι είναι εμπορευματική παραγωγή
Η εμπορευματική παραγωγή είναι τέτοια μορφή οργάνωσης της παραγωγής, στην οποία τα προϊόντα παράγονται όχι για την κατανάλωση από τον παραγωγό τους, αλλά προορίζονται για την αγορά, για την πώληση.
Εδώ οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων εκδηλώνονται μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, διαμέσου της αγοράς.
Η μορφή της παραγωγής δεν μπορεί να διαλέγεται από τους ανθρώπους αυθαίρετα, γιατί εξαρτάται από τις συνθήκες που διαμορφώνονται αντικειμενικά.
Για την εμφάνιση και την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής απαιτείται ο συνδυασμός δύο προϋποθέσεων:
Πρώτο, είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι διάφοροι παραγωγοί ειδικεύονται στην παραγωγή καθορισμένων ειδών.
Δεύτερο, είναι το οικονομικό ξεχώρισμα. Δηλαδή η εμφάνιση και η ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας.
Οι δύο τύποι της εμπορευματικής παραγωγής
Υπάρχουν δύο τύποι εμπορευματικής παραγωγής:
Α) Η ΜΙΚΡΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:
α) Στη μικρή ιδιοκτησία των ίδιων παραγωγών (αγροτών και βιοτεχνών).
β) Στην προσωπική εργασία των ίδιων των παραγωγών και των μελών των οικογενειών τους. (Δηλαδή, δεν υπάρχει χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης εργασίας).
γ) Γίνεται για τη συντήρηση και την εξασφάλιση των ίδιων των παραγωγών και των οικογενειών τους.
δ) Σε αυτή χρησιμοποιούνται χειρωνακτικά ή πολύ απλά μηχανικά μέσα παραγωγής.
ε) Αυτή είναι μικρή κομματιασμένη παραγωγή.
Β. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:
α) Στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία.
β) Στη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης μισθωτής εργασίας των εργατών.
γ) Γίνεται με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό των καπιταλιστών.
δ) Χρησιμοποιεί σύγχρονα μέσα παραγωγής.
ε) Είναι μεγάλη μαζική παραγωγή.
ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ και των δύο τύπων εμπορευματικής παραγωγής είναι:
α) Στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής.
β) Οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις γίνονται διά μέσου της ανταλλαγής, έχουν στοιχειακό και άναρχο χαρακτήρα.
Το εμπόρευμα και οι ιδιότητές του
Το κάθε πράγμα, το κάθε προϊόν από μόνο του δεν είναι εμπόρευμα.
- Ενα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία.
Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφελεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας. Π.χ. τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο δάσος, τα φυσικά λιβάδια, οι φράουλες κλπ.
- Ενα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο και προϊόν της ανθρώπινης εργασίας χωρίς να είναι εμπόρευμα. Π.χ. όταν ένας άνθρωπος ικανοποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν δημιουργεί αξία χρήσης, αλλά δε δημιουργεί εμπόρευμα.
- Για να παράγει κανείς εμπόρευμα, δεν πρέπει να παράγει απλώς αξία χρήσης, αλλά αξία χρήσης για άλλους, κοινωνική αξία χρήσης.
Και όχι απλώς για άλλους. Ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι που έδινε στο φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως, ούτε το στάρι για το φεουδάρχη του, ούτε το στάρι για τον παπά γινόταν εμπόρευμα επειδή παράγονταν για άλλους.
Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σε αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης.
Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία, χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν είναι ανώφελο, τότε ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σε αυτό, δεν υπολογίζεται σαν εργασία και γι' αυτό δεν αποτελεί αξία.
Σύμφωνα με το Φρ. Ενγκελς: «Αν κάποιος κατασκευάζει ένα πράγμα που δεν έχει καμιά χρησιμότητα, δηλαδή αξία χρήσης για τους άλλους, τότε ολόκληρη η δύναμη που κατανάλωσε δε δημιουργεί ούτε κόκκο αξία».2
Γι' αυτό: «Προτού τα εμπορεύματα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, πρέπει να αποδείξουν ότι είναι αξίες χρήσης».3
Τι είναι το εμπόρευμα
«Το εμπόρευμα είναι πριν απ' όλα ένα εξωτερικό αντικείμενο, ένα πράγμα που με τις ιδιότητές του ικανοποιεί οποιουδήποτε είδους ανθρώπινες ανάγκες».4
Ένα πράγμα για να είναι εμπόρευμα πρέπει να πληροί τους εξής όρους:
1. Να μπορεί να ικανοποιεί μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη.
2. Να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας.
3. Το πράγμα αυτό να μην ικανοποιεί τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού του, αλλά να προορίζεται για την αγορά, δηλαδή να ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα, μέσω της αγοραπωλησίας.
Κάθε εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες: Είναι αξία χρήσης και αξία.
Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Χάρη στις φυσικές, χημικές κλπ. ιδιότητές του το εμπόρευμα μπορεί να ικανοποιεί τη μια ή την άλλη ανάγκη των ανθρώπων.
Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης αποτελεί το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Και δεύτερο, είναι ο υλικός φορέας της αξίας του εμπορεύματος.
Στην αγορά, στη διαδικασία της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, γίνεται φανερό ότι όλα τα εμπορεύματα που διαφέρουν μεταξύ τους σαν αξίες χρήσης, έχουν κάποια κοινή ιδιότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να εξισώσουν το ένα με το άλλο και να τα ανταλλάσσουν σε καθορισμένες αναλογίες.
Σύμφωνα με τις αστικές θεωρίες οι αναλογίες αυτές καθορίζονται:
1. Από την προσφορά και ζήτηση. Μερικοί αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με την προσφορά και τη ζήτηση.
Οι διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης ασκούν πραγματικά ουσιαστική επίδραση στις αναλογίες της ανταλλαγής.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση ενός εμπορεύματος τόσο πιο ακριβά μπορεί ο κάτοχός του να το πουλήσει στην αγορά.
Οι διακυμάνσεις μπορούν να εξηγήσουν μόνο την απόκλιση αυτών των αναλογιών, από κάποιο μέσο-κανονικό επίπεδο, δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν αυτό το ίδιο το επίπεδο.
Η θεωρία αυτή δε δίνει απάντηση στο ερώτημα: πού στηρίζεται η ανταλλαγή στην περίπτωση που η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται.
2. Από το βαθμό ωφελιμότητας. Σύμφωνα με μια άλλη αστική θεωρία οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με το βαθμό ωφελιμότητας των τελευταίων.
Αλλά η σύγκριση της ωφελιμότητας είναι δυνατή, μόνο όταν πρόκειται για ομοειδή ή για αλληλοαναπληρωνόμενα προϊόντα. Στις άλλες περιπτώσεις δεν έχει κανένα νόημα.
Π.χ. Πώς μπορεί να συγκρίνει κανείς την ωφελιμότητα της υδραυλικής τουρμπίνας και του ψυγείου.
Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει, γιατί τα δύο πράγματα έχουν εντελώς διαφορετικό προορισμό.
Από τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι τα εμπορεύματα έχουν μόνο μια κοινή ιδιότητα ότι όλα τους είναι προϊόντα της εργασίας των ανθρώπων.
Αυτό που δημιουργεί την αξία ενός εμπορεύματος είναι ακριβώς η εργασία που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους.
Επομένως, η αξία του εμπορεύματος είναι η ενσωματωμένη σε αυτό κοινωνική εργασία των εμπορευματοπαραγωγών.
Η αξία δημιουργείται από την εργασία που ξοδεύεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής του εμπορεύματος.
Σαν αξίες χρήσης όλα τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ σαν αξίες είναι εντελώς ομοιογενή, πράγμα που επιτρέπει στα εμπορεύματα να εξισώνονται το ένα με το άλλο στην πορεία της ανταλλαγής.
Κάθε εμπόρευμα είναι ένα αγαθό, ένα προϊόν, αλλά κάθε προϊόν και κάθε αγαθό δεν είναι εμπόρευμα. Σε διάκριση από την αξία χρήσης, η αξία του εμπορεύματος δεν περιέχει καθόλου φυσική ύλη, αλλά είναι μια καθαρά κοινωνική, οικονομική ιδιότητα του εμπορεύματος.
Η αξία του εμπορεύματος εκδηλώνεται με την ανταλλακτική αξία, η οποία εκφράζει τις αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα προϊόντα.
Η αξία και η ανταλλακτική αξία συνδέονται στενά, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Η αξία είναι η εσωτερική ιδιότητα, η ουσία του εμπορεύματος, ενώ η ανταλλακτική αξία είναι η εξωτερική έκφραση της αξίας του. Η αξία είναι το περιεχόμενο και η ανταλλακτική αξία η μορφή του εμπορεύματος.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 49.
2. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 277, εκδ. Αναγνωστίδης.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 100.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,, τ. 1. σελ. 49
Β. Η σύνθεση του κεφαλαίου - Ο σχετικός υπερπληθυσμός
Στην πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αυξάνει η συνολική μάζα του κεφαλαίου. Τα διάφορα μέρη του, όμως, δεν αλλάζουν με τον ίδιο τρόπο, πράγμα που οδηγεί στην αλλαγή της σύνθεσης του κεφαλαίου.
Όταν λέμε σύνθεση του κεφαλαίου εννοούμε τη σχέση του σταθερού κεφαλαίου (σ) προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) (σ/μ). Και αλλαγή της σύνθεσης του κεφαλαίου σημαίνει ότι αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο και μειώνεται σχετικά το μεταβλητό κεφάλαιο.
Η σύνθεση του κεφαλαίου έχει τρεις εκφράσεις: Ο καπιταλιστής συσσωρεύοντας υπεραξία και διευρύνοντας την επιχείρησή του, εισάγει συνήθως καινούριες μηχανές και τεχνικές τελειοποιήσεις γιατί αυτό του υπόσχεται αύξηση των κερδών. Ανάπτυξη της τεχνικής σημαίνει πιο γρήγορη αύξηση εκείνου του μέρους του κεφαλαίου που υπάρχει με τη μορφή των μέσων παραγωγής, δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου. Απεναντίας πολύ αργά αυξάνει εκείνο το μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο.
Η σχέση της μάζας των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής προς την απαιτούμενη για τη χρησιμοποίησή τους ποσότητας εργασίας, ονομάζεται τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου.
Η σχέση της αξίας των μέσων παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) προς την αξία της εργατικής δύναμης (μεταβλητό κεφάλαιο) ονομάζεται αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου.
Η σχέση σταθερού (πρώτες ύλες, μηχανήματα)προς μεταβλητό κεφάλαιο(μισθοί) ονομάζεται οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.
Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν είναι η ίδια στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και στις διάφορες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου. Εκεί, όπου στον κάθε εργάτη αναλογούν περισσότερες σύνθετες και ακριβές μηχανές, περισσότερες επεξεργασμένες πρώτες ύλες είναι υψηλότερη.
Εκεί, όπου υπερτερεί η ζωντανή εργασία, ενώ οι μηχανές και οι πρώτες ύλες που αναλογούν στον κάθε εργάτη είναι λιγότερες και στοιχίζουν σχετικά όχι ακριβά είναι χαμηλότερη.
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα ένα κεφάλαιο από 100.000. Ακόμα, ας υποθέσουμε ότι από αυτό το κεφάλαιο το ποσό των 80.000 ξοδεύτηκε για σταθερό κεφάλαιο και των 20.000 για μεταβλητό κεφάλαιο.
Στην περίπτωση αυτή, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (σ+μ) θα είναι: 80σ + 20μ ή σε αναλογία 4:1.
Με τη συσσώρευση του κεφαλαίου αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου: μικραίνει το μερίδιο του μεταβλητού κεφαλαίου, μεγαλώνει το μερίδιο του σταθερού κεφαλαίου.
Στην πορεία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής με τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση μεγαλώνουν οι διαστάσεις ορισμένων κεφαλαίων.
Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ονομάζεται η αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου σαν αποτέλεσμα της συνένωσης κάμποσων κεφαλαίων σε ένα πιο μεγάλο κεφάλαιο.
«Το κεφάλαιο αυξάνει, εδώ - γράφει ο Μαρξ - κατά μεγάλες μάζες σε ένα χέρι, επειδή εκεί χάνεται από πολλά χεριά. Αυτή είναι η καθαυτό συγκεντροποίηση σε διάκριση από τη συσσώρευση και τη συγκέντρωση»1. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου πραγματοποιείται βασικά:
α) Με την πάλη του συναγωνισμού που διεξάγεται με το φτήνεμα των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας και η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από την κλίμακα της παραγωγής. Γι' αυτό τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά κεφάλαια. Με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του ατομικού κεφαλαίου που απαιτείται για να λειτουργήσει, κάτω από κανονικούς-όρους, μια επιχείρηση.
β) Με το πιστωτικό σύστημα που προσελκύει, με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών, τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται ένα καινούριο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Να γιατί ο Κ. Μαρξ γράφει: «Στο βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συσσώρευση, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσεται και ο συναγωνισμός και η πίστη, αυτοί οι δύο ισχυρότεροι μοχλοί της συγκεντροποίησης»2.
Ο κεφαλαιοκρατικός πληθυσμιακός νόμος και οι μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η αύξηση της παραγωγής συνοδεύεται από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η ζήτηση της εργατικής δύναμης καθορίζεται από τις διαστάσεις όχι ολόκληρου του κεφαλαίου, αλλά μόνο του μεταβλητού μέρους του.
Στον καπιταλισμό, με τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η ζήτηση των εργατικών χεριών περιορίζεται σχετικά, αν και η αριθμητική δύναμη του προλεταριάτου γενικά αυξάνεται με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. «Επομένως, ο εργατικός πληθυσμός, παράγοντας ο ίδιος της συσσώρευσης του κεφαλαίου, παράγει ταυτόχρονα σε αυξανόμενη έκταση τα μέσα που τον κάνουν σχετικά υπεράριθμο» 3.
Αυτός είναι ένας ιδιαίτερος νόμος κίνησης του πληθυσμού, χαρακτηριστικός για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όπου τα μέσα παραγωγής χρησιμοποιούνται σαν κεφάλαιο.
Ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός σαν αναγκαίο προϊόν της καπιταλιστικής συσσώρευσης γίνεται ισχυρός μοχλός της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο εργατικός υπερπληθυσμός: «Αποτελεί ένα διαθέσιμο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό που ανήκει στο κεφάλαιο τόσο απόλυτα, σαν να τον είχε φτιάξει με δικά του έξοδα»4.
Είναι απαραίτητο να ξεχωρίζουμε τις παρακάτω βασικές μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού:
Ο ρευστός υπερπληθυσμός (ρευστή μορφή ανεργίας) αποτελείται από τους εργάτες που χάνουν τη δουλιά τους, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επειδή περιορίζεται η παραγωγή, εισάγονται νέες μηχανές, κλείνουν επιχειρήσεις.
Ο ρευστός υπερπληθυσμός συνδέεται με το ότι στον καπιταλισμό οι διάφοροι κλάδοι και επιχειρήσεις αναπτύσσονται ανισόμετρα και χωρίς κανένα σχέδιο, η συσσώρευση του κεφαλαίου και οι αλλαγές στην τεχνική και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου γίνονται ανισόμετρα. Συνδέεται επίσης και με τις οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, όπου ο ρευστός υπερπληθυσμός αυξάνει απότομα με τις απολύσεις των εργατών.
Ο λανθάνων υπερπληθυσμός (υποαπασχόληση) αποτελείται από κατεστραμμένους μικροπαραγωγούς, προπαντός από φτωχούς αγρότες και εργάτες γης, που μόνο ένα μικρό μέρος του χρόνου απασχολούνται στην αγροτική οικονομία, δε βρίσκουν δουλιά στη βιομηχανία και φυτοζωούν στο χωριό.
Στο βαθμό που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αγκαλιάζει τον ένα κλάδο της αγροτικής οικονομίας μετά τον άλλο και διαδίδεται σημαντικά η χρησιμοποίηση των μηχανών, η βασική μάζα της αγροτιάς καταστρέφεται ολοένα και περισσότερο, ενώ η ζήτηση της εργατικής δύναμης στην αγροτική οικονομία ελαττώνεται απόλυτα. Ενα μέρος του καταστρεφόμενου αγροτικού πληθυσμού μετατρέπεται διαρκώς σε βιομηχανικό προλεταριάτο ή πυκνώνει το στρατό των ανέργων στις πόλεις, ενώ μια σημαντική μάζα του αγροτικού πληθυσμού παραμένει στο χωριό όπου μόνο μερικά απασχολείται στην αγροτική οικονομία.
Ο στάσιμος υπερπληθυσμός (σταθερή ανεργία) αποτελείται από τις πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων, που έχασαν τη μόνιμη δουλιά τους, βρίσκουν απασχόληση εξαιρετικά δύσκολα και πληρώνονται σημαντικά χαμηλότερα από το συνηθισμένο επίπεδο του μισθού εργασίας. Είναι το πλατύ στρώμα των εργαζομένων που απασχολούνται στη σφαίρα της καπιταλιστικής δουλιάς, στο σπίτι, καθώς και εκείνων που αποζούν από ευκαιριακά μεροκάματα.
Το κατώτερο στρώμα του σχετικού υπερπληθυσμού το αποτελούν οι πάουπερ, δηλαδή φτωχοί που από καιρό έχουν διωχτεί από την παραγωγή χωρίς καμιά ελπίδα να ξαναβρούν μόνιμη εργασία και που ζουν από ευκαιριακές δουλιές. Σε αυτούς ανήκουν οι σακάτηδες, οι ανάπηροι της δουλιάς, οι γέροι και άλλοι. Ενα μέρος από αυτούς τους ανθρώπους ζητιανεύει.
Οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της ανεργίας στον καπιταλισμό, επικαλούμενοι τους αιώνιους νόμους της φύσης.
Σύμφωνα με τον «πληθυσμιακό νόμο» που σοφίστηκε ο Μάλθους από τον καιρό της εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας, ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται τάχα με γεωμετρική πρόοδο (δηλαδή 1, 2, 4, 8, κλπ.), ενώ τα μέσα συντήρησης λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα του φυσικού πλούτου, αυξάνουν κατά αριθμητική πρόοδο (δηλαδή 1, 2, 3, 4, κλπ.). Η θεωρία αυτή του Μάλθους δεν είναι μόνο αντιδραστική, αλλά και δεν έχει τίποτα το κοινό με την πραγματικότητα. Η ισχυρή τεχνική που έχει στη διάθεσή της η ανθρωπότητα είναι σε θέση να αυξάνει την ποσότητα των μέσων συντήρησης με ρυθμούς που δεν μπορεί να τους φτάσει και η πιο γρήγορη αύξηση του πληθυσμού. Εμπόδιο σε αυτό στέκει ο καπιταλισμός.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 649.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 649.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 654.
4. Στο ίδιο, σελ. 655.
Γ. Η υπεραξία. Απόλυτη και σχετική υπεραξία.
Αφού αγοράσει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.
Το προτσές της εργασίας στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα.
Από τη μια μεριά είναι προτσές δημιουργίας αξιών χρήσης (υφάσματα, παπούτσια, ρούχα, ψωμί, μηχανές κλπ., αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι).
Από την άλλη, είναι προτσές δημιουργίας αξίας. Αυτό ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, γιατί στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής και ένα πρόσθετο μέρος της αξίας, το οποίο ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής.
Εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης χρειάζεται μονάχα ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, για να δημιουργήσει μια αξία ίση με την αξία της εργατικής δύναμης.
Η υπεραξία δημιουργείται μόνο στην παραγωγή, στο προτσές της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:
- Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.
- Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:
α) Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας - 4 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης.
β) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας, - 4 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή.
Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.
Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ' αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ' αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους.
Ετσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 60 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 44 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 44+8=52 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 60 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 8 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Ετσι στις πρώτες 4 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα χτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 4 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 8 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Η υπεραξία των 8 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).
Ακριβώς σε αυτήν τη δωρεάν ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, δηλαδή στην ιδιοποίηση της υπεραξίας, συνίσταται η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η υπεραξία γεννιέται στην παραγωγή και εκδηλώνεται στην κυκλοφορία.
Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού.
Οι δύο τρόποι αύξησης
του βαθμού εκμετάλλευσης
Βαθμός εκμετάλλευσης είναι η σχέση πρόσθετου προς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ή αλλιώς η σχέση υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης.
Κάθε καπιταλιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το μερίδιο της υπεραξίας που απομυζά από τον εργάτη.
Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.
Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού.
Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.
Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ονομάζεται σχετική υπεραξία.
Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία.
Εκτός από την απόλυτη και τη σχετική υπεραξία, υπάρχει και η πρόσθετη υπεραξία. Αυτή είναι παραλλαγή της σχετικής υπεραξίας.
Η πηγή της πρόσθετης υπεραξίας είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο για το δοσμένο κλάδο παραγωγικότητας.
H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού η ανάπτυξη αυτή συνδέεται πάντοτε με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργατών.
Οι δύο αυτοί τρόποι αύξησης της υπεραξίας παίζουν διαφορετικό ρόλο στις διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού: Στην περίοδο της μανιφακτούρας, όπου η τεχνική βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και προχωρούσε σχετικά αργά, την κυριότερη σημασία είχε η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού στη μηχανική και κυρίως στη σύγχρονη περίοδο, όταν η αναπτυγμένη σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνική επιτρέπει ν' αυξάνεται γρήγορα η παραγωγικότητα της εργασίας, οι καπιταλιστές πετυχαίνουν μια τεράστια ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, προπαντός με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν, όπως και πριν, με κάθε τρόπο την παράταση της εργάσιμης μέρας (όπως γίνεται και σήμερα με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων) και ιδιαίτερα την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.
ΚΕΡΔΟΣ-ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΕΡΔΟΥΣ-ΜΕΣΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΕΡΔΟΥΣ
Ως τώρα έχουμε αναφερθεί στο πώς έγινε η εμφάνιση του χρήματος, πώς γίνεται η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο που «γεννάει» «χρυσά αυγά», πώς το κεφάλαιο δημιουργεί την αξία και την υπεραξία.
Τώρα πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα:
- Πώς η υπεραξία μετατρέπεται σε κέρδος;
- Πώς το ποσοστό της υπεραξίας μετατρέπεται σε ποσοστό του κέρδους;
- Πώς ο νόμος της αξίας εκδηλώνεται μέσω του μέσου ποσοστού του κέρδους;
Ως προς το κέρδος, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ακόμη μια άλλη συγκεκριμένη μορφή, που συγκαλύπτει τη διαφορά μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, συνεπώς και την εκμεταλλευτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τι είναι το κέρδος
Η αξία του εμπορεύματος που παράγεται στην καπιταλιστική επιχείρηση αποτελείται από τρία μέρη:
1) Από την αξία του σταθερού κεφαλαίου
2) Από την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου
3) Από την υπεραξία.
- Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του
- Ο καπιταλιστής όμως δεν ξοδεύει δική του εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, αλλά, για το σκοπό αυτό, ξοδεύει το κεφάλαιό του
- Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος αποτελούνται από τις δαπάνες σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή από τα έξοδα για τα μέσα παραγωγής και το μισθό εργασίας των εργατών
- Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον καπιταλιστή μετριέται με τη δαπάνη κεφαλαίου, το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στην κοινωνία μετριέται με τη δαπάνη εργασίας που περιλαμβάνει την αξία του σταθερού κεφαλαίου, του μεταβλητού κεφαλαίου και την υπεραξία
- Γι' αυτό τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος είναι μικρότερα από την αξία του. Αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μέρος της αξίας του εμπορεύματος. Το άλλο μέρος της αξίας είναι υπεραξία την οποία παίρνει ο καπιταλιστής δωρεάν.
Οπως γνωρίζουμε ήδη, πηγή της αξίας και της υπεραξίας είναι μόνον το μεταβλητό κεφάλαιο. Επειδή, όμως, στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία φαίνεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.
Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας με τον τρόπο αυτό συντελείται η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος.
Επομένως, το κέρδος είναι η υπεραξία, που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.
Ποσοστό του κέρδους
Οσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που δίνει ένα κεφάλαιο καθορισμένου μεγέθους, τόσο περισσότερο συμφέρει στον καπιταλιστή.
Δείκτης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου είναι το ποσοστό του κέρδους.
Η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο ονομάζεται ποσοστό του κέρδους1.
Το ποσοστό του κέρδους εκφράζεται με τον τύπο:
Κ΄ = υ/σ+μ . 100%, όπου: το Κ΄ είναι το ποσοστό του κέρδους, το σ είναι το σταθερό κεφάλαιο, το μ είναι το μεταβλητό κεφάλαιο.
Παράδειγμα:
Αν η αξία του εμπορεύματος είναι: 80σ + 20μ + 20υ = 120, τότε το ποσοστό της υπεραξίας θα είναι: υ΄ = 20/20 . 100% και το ποσοστό του κέρδους θα είναι: Κ΄ = 20υ / 80σ + 20μ . 100% = 20%.
Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής»2, γιατί «το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος»3.
Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται πρώτα απ' όλα από το ποσοστό της υπεραξίας. Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό της υπεραξίας, τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι. Όλοι οι παράγοντες που αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας, δηλαδή που ανεβάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο (παράταση της εργάσιμης μέρας, η αύξηση της εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.), ανεβάζουν και το ποσοστό του κέρδους.
Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οσο πιο χαμηλή είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν το ποσοστό της υπεραξίας είναι το ίδιο. Και αντίστροφα.
Στο ποσοστό του κέρδους επιδρά επίσης και η ταχύτητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Οσο ταχύτερη είναι η κυκλοφορία του κεφαλαίου, τόσο υψηλότερο είναι το ετήσιο ποσοστό του κέρδους, που εκφράζει τη σχέση της παραγμένης μέσα σε ένα χρόνο υπεραξίας προς όλο το προκαταβλημένο κεφάλαιο. Και αντίστροφα, η επιβράδυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου επιφέρει πτώση του ετήσιου ποσοστού του κέρδους.
Μέσο ποσοστό κέρδους
Στην προσπάθειά τους να πάρουν μεγαλύτερο κέρδος, τα συμφέροντα των διάφορων καπιταλιστών του ίδιου κλάδου, που παράγουν ομοειδή εμπορεύματα, έρχονται σε σύγκρουση και ανάμεσά τους ξεσπάει ένας άγριος συναγωνισμός όπου οι ισχυροί νικούν τους αδύνατους (εσωκλαδικός συναγωνισμός).
Κάθε κλάδος της βιομηχανίας αποτελείται από επιχειρήσεις με διαφορετικό μέγεθος κεφαλαίου και τεχνικό εξοπλισμό.
Το γεγονός αυτό εκφράζεται στο μέγεθος της ατομικής αξίας των εμπορευμάτων που παράγουν.
Ο εσωκλαδικός συναγωνισμός που ξεσπάει ανάμεσα στις επιχειρήσεις ενός βιομηχανικού κλάδου εξισώνει τις διάφορες ατομικές αξίες με την κοινωνική αξία, με την αξία της αγοράς. Δηλαδή, έρχεται στιγμή που η αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων σε κάθε επιχείρηση εξισώνεται.
Τη βάση αυτής της αξίας την αποτελεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που καθορίζεται από τις συνθήκες παραγωγής στις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν τη μεγαλύτερη ποσότητα των δοσμένων εμπορευμάτων.
Με τον εσωκλαδικό συναγωνισμό συνυπάρχει και ο διακλαδικός συναγωνισμός. Τι είναι ο διακλαδικός συναγωνισμός;
Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να αξιοποιήσει το κεφάλαιό του με τον καλύτερο τρόπο. Αναζητεί τον πιο επικερδέστερο κλάδο επένδυσης του κεφαλαίου του. Τα κεφάλαια που τοποθετούνται στους διάφορους κλάδους της οικονομίας διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνον ως προς το προϊόν που παράγουν, αλλά και ως προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που εκφράζει τη σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πόση μάζα ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) κινεί μια ορισμένη μάζα σε μέσα παραγωγής σε κάθε επιχείρηση (σταθερό κεφάλαιο). Και επειδή η μοναδική πηγή της υπεραξίας είναι η εργασία των μισθωτών εργατών, κεφάλαια ίσου μεγέθους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής χρησιμοποιούν διαφορετική ποσότητα ζωντανής εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας, ενώ οι επιχειρήσεις με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μικρότερη μάζα υπεραξίας.
Αν τα εμπορεύματα πουληθούν σύμφωνα με την αξία τους, τότε στους κλάδους με χαμηλή οργανική σύνθεση το ποσοστό του κέρδους θα είναι υψηλότερο.
Μια τέτοια όμως διανομή του κέρδους θα προκαλέσει μια συνεχή μεταφορά των κεφαλαίων από κλάδο σε κλάδο. Αυτή η μεταφορά κεφαλαίων από τους λιγότερο στους περισσότερο επικερδείς κλάδους συνεχίζεται, ώσπου το ποσοστό του κέρδους να γίνει περίπου το ίδιο σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.
Ετσι, λοιπόν, ο διακλαδικός συναγωνισμός καταλήγει στην εξίσωση των διαφορετικών ποσοστών κέρδους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, σε ένα γενικό (ή μέσο) ποσοστό κέρδους.
Το μέσο ποσοστό κέρδους καθορίζεται με τον τύπο:
Κ΄μ = ΓΟΥ / ΓΟΚ . 100% όπου: ΓΟΥ = γενικός όγκος της υπεραξίας, ΓΟΚ = γενικός όγκος του κεφαλαίου, Κ΄μ = μέσο ποσοστό κέρδους.
Αυτό που η αστική πολιτική οικονομία δεν μπορεί να καταλάβει (ή δε θέλει να καταλάβει) είναι ο ιδιόμορφος τρόπος κατανομής της υπεραξίας στον καπιταλισμό.
Η παραγωγή της υπεραξίας είναι ευθέως ανάλογη με το μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ η κατανομή της γίνεται σύμφωνα με το επενδυμένο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει, ότι στο ίδιο μέγεθος κεφαλαίου αντιστοιχεί το ίδιο μέγεθος κέρδους.
Αυτός είναι ο ιδιόμορφος μηχανισμός της καπιταλιστικής ισότητας.
Το κέρδος γενικά είναι το κίνητρο και ο νόμος κίνησης του καπιταλισμού. Γι' αυτό παντού και σε όλες τις περιπτώσεις εκείνο που επιδιώκουν με όλα τα μέσα είναι το κέρδος.
Να γιατί ο Κ. Μαρξ γράφει ότι: «Το κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος (...). Οταν το κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος, γίνεται τολμηρό. Με δέκα τα εκατό (10%) κέρδος αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού, με 20% γίνεται ζωηρό, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει, ακόμα και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα»4.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 62.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 327.
3. Στο ίδιο.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 785
Ο νόμος της τάσης μείωσης του ποσοστού κέρδους
Ο Μαρξ διατυπώνει το νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει ως εξής: «... αν τώρα υποθέσουμε παραπέρα, ότι αυτή η βαθμιαία μεταβολή στη σύνθεση του κεφαλαίου δεν γίνεται μόνο σε ξεχωριστές σφαίρες παραγωγής, αλλά λίγο-πολύ σε όλες, ή, έστω στις αποφασιστικές σφαίρες παραγωγής, ότι λοιπόν περιλαβαίνει τις αλλαγές στην οργανική μέση σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, που ανήκει σε μια καθορισμένη κοινωνία, τότε πρέπει αυτή η βαθμιαία αύξηση του σταθερού κεφαλαίου, σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο, να έχει απαραίτητα σαν αποτέλεσμα μια βαθμιαία πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, όταν μένει αμετάβλητο το ποσοστό της υπεραξίας ή όταν μένει αμετάβλητος ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο».1 Αυτός είναι «Ο νόμος σαν τέτοιος».2
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Από τότε που οι Dobb και Grossman έδωσαν μια προεξέχουσα θέση στο νόμο αυτό στην εξήγηση των κρίσεων, αστοί οικονομολόγοι άρχισαν να του επιτίθενται. Πρόκειται για μια επίθεση απ’ όλες τις πλευρές. Στο βιβλίο του Paul Sweezy του 1949 «Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης», που άσκησε σοβαρή επίδραση, λέγεται ότι η διατύπωση του νόμου από το Μαρξ δεν ήταν πειστική και ότι ο Bortkiewicz είχε αντικρούσει αυτό το νόμο.
Μερικοί από αυτούς που επιτέθηκαν το νόμο χρησιμοποίησαν την περίπλοκη μαθηματική θεωρία της γραμμικής άλγεβρας για να δείξουν ότι ο νόμος ήταν εσφαλμένος. Στο πρόσφατα δημοσιευμένο έργο σε δύο τόμους «Μαρξική οικονομία, μια επανεκτίμηση», μεγάλος αριθμός οικονομολόγων ασχολήθηκαν με αυτά τα ζητήματα. Ιδιαίτερα ο Alan Freeman έχει δείξει πως όλες αυτές οι επιθέσεις ενάντια στο νόμο του Μαρξ ήταν ατοπήματα και απόρροια μιας απόλυτης έλλειψης κατανόησης της ουσιωδώς δυναμικής ανάλυσης του Μαρξ.
Όλοι οι δυσφημιστές του νόμου χρησιμοποίησαν την άλγεβρα σαν εργαλείο. Ομως, αυτό που χρειαζόταν για μια βαθιά δυναμική ανάλυση του ζητήματος θα ήταν το μαθηματικό εργαλείο των διαφορικών εξισώσεων.
Ο Freeman έδωσε μια γενικότερη μαθηματική απόδειξη του νόμου του Μαρξ για την τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους, ξεκαθαρίζοντας με όλες τις προηγούμενες επιθέσεις στο νόμο. Κλείνει την εργασία του λέγοντας: «Επομένως διαπιστώνουμε, ότι - και πρόκειται για ένα εκπληκτικό και ωφέλιμο αποτέλεσμα αφού εκατό χρόνια είχαν διυλίσει τον κώνωπα σχετικά με την αρχική διατύπωση του Μαρξ του γενικού νόμου της μείωσης του ποσοστού κέρδους - αυτός ο νόμος όχι μόνο ισχύει αλλά είναι και επιστημονικά εξαιρετικά ακριβής».
Ο ορισμός της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου
Το σημείο εκκίνησης του Μαρξ είναι ο ορισμός της απόλυτης υπερσυσσώρευσης: πρόκειται για ένα είδος ενδιάμεσου ορισμού που μας οδηγεί κατόπιν στον ορισμό της σχετικής υπερσυσσώρευσης (στο εξής υπερσυσσώρευση). Η απόλυτη υπερσυσσώρευση είναι μια οριακή κατάσταση, και σαν τέτοια έχει το πλεονέκτημα ότι φανερώνει τις εσωτερικές στα πράγματα σχέσεις στην καθαρότητα τους, διασφαλίζει την αυστηρότητα του ορισμού και διευκολύνει στην κατανόηση του. (Πρόκειται για μια μέθοδο οικεία στις φυσικές επιστήμες: ένας τέτοιου είδους «οριακός» ορισμός, για παράδειγμα, είναι τα «ιδανικά αέρια»).
«θα υπήρχε απόλυτη υπερπαραγωγή κεφαλαίου
από τη στιγμή που το πρόσθετο κεφάλαιο για
την αύξηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής
θα ήταν =0. Ο σκοπός όμως της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι η
αξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή ιδιοποίηση
υπερεργασίας, παραγωγή υπεραξίας, παραγωγή
κέρδους. Από τη στιγμή λοιπόν που το
κεφάλαιο θα είχε αυξηθεί σε σχέση με τον
εργατικό πληθυσμό, τόσο που να μην μπορεί
ούτε να παραταθεί ο απόλυτος εργάσιμος
χρόνος που προσφέρει ο πληθυσμός αυτός,
ούτε να διευρυνθεί ο σχετικός χρόνος
εργασίας (αυτό το δεύτερο θα ήταν έτσι
κι αλλιώς αδύνατο να γίνει στην περίπτωση
τόσο μεγάλης ζήτησης εργασίας, δηλαδή στην
περίπτωση που επικρατεί τάση αύξησης των
μισθών) - από τη στιγμή λοιπόν που το
αυξημένο κεφάλαιο θα παρήγαγε μόνον τόση
μάζα υπεραξίας, όση παρήγαγε πριν από την
αύξηση του ή ακόμη και λιγότερη, από τη
στιγμή αυτή θα σημειωνόταν απόλυτη
υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Δηλαδή το αυξημένο
κεφάλαιο Κ+ΔΚ, δεν θα παρήγαγε περισσότερο
κέρδος, ή θα παρήγαγε ακόμη και λιγότερο
κέρδος, απ' ό,τι παρήγαγε το κεφάλαιο Κ πριν
από την αύξηση του με το ΔΚ. Και στις δύο
περιπτώσεις θα συντελούνταν μια γερή και
απότομη πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους,
τη φορά αυτή όμως εξαιτίας μιας αλλαγής στη
σύνθεση του κεφαλαίου, που δεν θα οφειλόταν
στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης, αλλά
σε μιαν αύξηση της χρηματικής αξίας του
μεταβλητού κεφαλαίου (εξαιτίας των
αυξημένων μισθών) και στην αντίστοιχη
μ' αυτήν μείωση της σχέσης της υπερεργασίας
προς την αναγκαία εργασία.» (Κ III, σ. 318).
Ο παραπάνω ορισμός περιέχει καταρχήν έναν αποκλεισμό: η πτώση του ποσοστού κέρδους στην περίπτωση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου δεν προέρχεται από την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και τη συνακόλουθη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Διευκρινίζει λοιπόν, στον ορισμό της απόλυτης υπερσυσσώρευσης, για την αποφυγή ενδεχόμενων παρανοήσεων, ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους στην οποία αναφέρεται εδώ, έχει άλλα αίτια από αυτά της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: στη μια περίπτωση η πτώση του ποσοστού κέρδους οφείλεται στην «ειδικά καπιταλιστική» ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και τη συνακόλουθη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, ενώ στην άλλη οφείλεται «στη μείωση της σχέσης της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία» (όπ. π.), δηλαδή στη μείωση του ποσοστού υπεραξίας. (Για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, αυτή η διευκρίνιση του Μαρξ δεν έγινε αρκούντως αντιληπτή από τους αναγνώστες του, που έτειναν στην πλειοψηφία τους να αποδίδουν κάθε πτώση του ποσοστού κέρδους στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Σ' αυτό βοήθησε και η επί μακρό χρονικό διάστημα κακή σχέση των μαρξιστών με την εμπειρικά διαπιστώσιμη πραγματικότητα. Έτσι, ο νόμος της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» απέκτησε μια διασημότητα κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή της θεωρίας της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου»).
Ωστόσο, είναι προφανές, ότι το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από δύο «μεταβλητές»: αφενός το ποσοστό υπεραξίας και αφετέρου την οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Όμως, ο παραπάνω ορισμός του Μαρξ δείχνει να παίρνει υπόψη του μόνον το ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή τη σχέση της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία. Εδώ δεν έχουμε βέβαια να κάνουμε με μια παράλειψη ή ένα λάθος, αλλά για την εφαρμογή μιας μεθόδου που είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον Μαρξ - όσο και στις φυσικές επιστήμες - και που συνίσταται στην εξέταση των μεταβολών ενός μεγέθους υπό την επίδραση των μεταβολών ενός άλλου, θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς. Έτσι, στον ορισμό της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, εξετάζεται η επίδραση των μεταβολών του ποσοστού υπεραξίας (δηλαδή του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο) πάνω στο ποσοστό κέρδους, θεωρώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς - επομένως και την οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Γι αυτό λοιπόν το λόγο έχουμε υπερσυσσώρευση (εξορισμού) όταν:
«το κεφάλαιο θα γινόταν ανίκανο να
εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό εκείνο
της εκμετάλλευσης που απαιτεί η "υγιής",
"ομαλή" ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού
προτσές παραγωγής...» (Κ III, σ. 323).
Έτσι, καταλαβαίνουμε καλύτερα τη διευκρίνιση του Μαρξ, ότι μιλάει εδώ για μια πτώση του ποσοστού κέρδους που δεν οφείλεται στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου: απλώς θεωρεί αυτόν τον παράγοντα σταθερό. Αντίθετα, όταν μιλάει για μια πτώση του ποσοστού κέρδους που οφείλεται στη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, εξετάζει τη σχέση ακριβώς αυτών των δύο - και μόνον αυτών των δύο - μεταβλητών.
Η μέθοδος ανάλυσης
Παραμένει όμως έτσι εκκρεμές το ερώτημα: με ποιο τρόπο παίρνει τελικά υπόψη του, ο Μαρξ, τη συνδυασμένη ή την ταυτόχρονη δράση του ποσοστού υπεραξίας και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου πάνω στο ποσοστό κέρδους;
Αν θεωρήσουμε ότι το ποσοστό κέρδους είναι μια εξαρτημένη μεταβλητή (R), ο βαθμός εκμετάλλευσης (S/ V) και η οργανική σύνθεση κεφαλαίου (C /V) ανεξάρτητες μεταβλητές, τότε ισχύει R = (S /V) [(C/ V)+1] (1) C είναι το σταθερό κεφάλαιο, V το μεταβλητό κεφάλαιο και S η υπεραξία.
Ο Μαρξ εξετάζει, λοιπόν, την επίδραση της μίας ανεξάρτητης μεταβλητής πάνω στην εξαρτημένη, θεωρώντας ως σταθερή την άλλη, και στη συνέχεια κάνει το ακριβώς αντίστροφο: εξετάζει την επίδραση της άλλης ανεξάρτητης μεταβλητής θεωρώντας σταθερή την πρώτη. Δηλαδή, όταν εξετάζει την επίδραση του (S/ V) πάνω στο R, θεωρεί σταθερό το (C /V), και αντίστροφα. Έτσι, στην παράγραφο III του κεφαλαίου 15, όπου υπάρχει και ο ορισμός της υπερσυσσώρευσης, θεωρεί την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σταθερή, και στο κεφάλαιο 13, που αναφέρεται «στη φύση του νόμου» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, θεωρεί καταρχήν σταθερό το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας. Εξετάζει δηλαδή διαδοχικά, την επίδραση των ανεξάρτητων μεταβλητών πάνω στην εξαρτημένη, μέχρις ότου καλύψει όλες τις δυνατές περιπτώσεις, όλους τους παράγοντες που επιδρούν πάνω στην εξαρτημένη μεταβλητή - ακριβώς όπως κάνουν σε ανάλογες περιπτώσεις και οι φυσικές επιστήμες.
Αυτή η υπόθεση της σταθερότητας της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, εκφράζεται στον ορισμό της υπερσυσσώρευσης και με το γεγονός ότι ο Μαρξ θεωρεί πως η υψηλή ζήτηση εργασίας που προκύπτει από τη συσσώρευση κεφαλαίου (όταν «το κεφάλαιο θα είχε αυξηθεί σε σχέση με τον εργατικό πληθυσμό τόσο που...») οδηγεί στη μείωση του ποσοστού υπεραξίας, επειδή θα υπήρχε αδυναμία εκμετάλλευσης επιπλέον εργατών (αφού θα υπήρχε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας), και επειδή θα είχαμε τότε - χάρη στην κατάσταση της αγοράς εργασίας αυξήσεις των (πραγματικών) μισθών. Ωστόσο, το ποσοστό υπεραξίας, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες για τους οποίους ο Μαρξ δεν δείχνει να αισθάνεται υποχρεωμένος να δώσει εξηγήσεις: ο μεν απόλυτος εργάσιμος χρόνος δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον αριθμό των εργατών, αλλά και από τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, ο δε σχετικός χρόνος εργασίας, ο βαθμός εκμετάλλευσης, δεν εξαρτάται μόνον από το ύψος του μισθού, αλλά και από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Αυτές οι «παραλείψεις» του Καρλ Μαρξ από τον ορισμό της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, οφείλονται στο ότι:
* η μεν διάρκεια της εργάσιμης ημέρας είναι μια σχέση καθαρά εξωτερική ως προς τον νόμο, εξαρτάται δηλαδή από τις «απειράριθμες εμπειρικές συνθήκες» ενός κοινωνικού σχηματισμού, συνθήκες που μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σε μια χώρα ή μια εποχή, και δεν καθορίζεται από κάποιο οικονομικό νόμο,
* η Οε παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται σταθερός
παράγοντας, ακριβώς όπως και η οργανική σύνθεση του
κεφαλαίου της οποίας η αύξηση «δεν είναι παρά ένας
άλλος τρόπος έκφρασης της προόδου της κοινωνικής
παραγωγικής δύναμης της εργασίας» (Κ III, σ. 268).
Δεν πρόκειται λοιπόν για παραλείψεις, αλλά για τον αποκλεισμό από τον ορισμό του οικονομικού νόμου κάποιων καθορισμών (παραγόντων) με την προσφιλή στον Μαρξ μέθοδο της αφαίρεσης. Διπλή αφαίρεση από τον ορισμό του οικονομικού νόμου:
* αφενός όλων των εξωτερικών προσδιορισμών, δηλαδή των απειράριθμων εμπειρικών παραγόντων που μπορεί να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σ' έναν κοινωνικό σχηματισμό,
* αφετέρου όλων των προσδιορισμών που θεωρούνται
προσωρινά σταθεροί, για να καταστεί δυνατή η
διαδοχική ανάλυση της επίδρασης των ανεξάρτητων
μεταβλητών πάνω στην εξαρτημένη.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν είναι χωρίς συνέπειες και για τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, που είναι και ο τελικός μας στόχος: Η υπόθεση της σταθερότητας της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στο πλαίσιο του ορισμού της υπερσυσσώρευσης, σημαίνει ότι αυτή η τελευταία δεν μετατρέπεται σε κρίση παρά μόνον υπό ορισμένους όρους, οι οποίοι αναφέρονται στις διαχρονικές μεταβολές της οργανικής σύνθεσης: όταν η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης αντισταθμίζεται από μια ακόμη μεγαλύτερη μείωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, το ποσοστό κέρδους δεν πέφτει αλλά αυξάνεται. Επομένως, η όποια «ανάγνωση» της κρίσης υπερσυσσώρευσης στη συγκεκριμένη - εμπειρικά διαπιστώσιμη - πραγματικότητα, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη συνδυασμένη εξέταση ποσοτικών δεικτών που θα προσεγγίζουν αφενός την ιστορική τάση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας (δηλαδή του ποσοστού υπεραξίας), και αφετέρου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, θα πρέπει δηλαδή να ανασυγκροτούμε το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών προσδιορισμών που είναι ικανό και αναγκαίο για την περιγραφή της συγκεκριμένης πραγματικότητας (και κάτι τέτοιο έχουμε ήδη επιχειρήσει για την περίπτωση της Ελλάδας κατά την ιστορική περίοδο 1960 1990), σύνολο που ο Μαρξ αποσυναρμολογεί με τη μέθοδο της αφαίρεσης για να το αναλύσει: να διευθετήσει τις σχέσεις αιτιότητας και ανάδρασης που το διέπουν, να εγκαθιδρύσει λογικές κατασκευές που ο σκληρός τους πυρήνας είναι εσωτερικές και αναγκαίες σχέσεις, άκαμπτοι δεσμοί ανάμεσα στα πράγματα. Φτάνουμε λοιπόν αναγκαστικά στην ερώτηση: η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, τέτοια που την περιγράφει ο Μαρξ στην παράγραφο «πλεόνασμα κεφαλαίου μέσα σε συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού», με ποιους όρους μετατρέπεται σε μια πτώση του ποσοστού κέρδους, δηλαδή σε μια οικονομική κρίση; Αλλά αυτή η ερώτηση δεν μπορεί παρά να είναι μια υποπερίπτωση μιας άλλης ερώτησης: με ποιο τρόπο το ποσοστό υπεραξίας (ο βαθμός εκμετάλλευσης) μετατρέπεται σε ποσοστό κέρδους; Ερώτηση που μας παραπέμπει αναπόφευκτα στο πρώτο τμήμα του τρίτου βιβλίου του «Κεφαλαίου». Ας θυμηθούμε τον τίτλο του: «Η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος και του ποσοστού υπεραξίας σε ποσοστό κέρδους». Εκεί θα αναζητήσουμε λοιπόν την απάντηση στο ερώτημα μας.
Οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου
Ας ακολουθήσουμε την ίδια τη λογική του Μαρξ: ας θεωρήσουμε, αυτή τη φορά, ως σταθερή ποσότητα το ποσοστό υπεραξίας, για να ασχοληθούμε με τη σχέση οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου και ποσοστού κέρδους. Μια βιαστική ανάγνωση θα μας παρέπεμπε στο κεφάλαιο 13, στο διάσημο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, δηλαδή εκεί όπου ο Μαρξ διαπιστώνει ότι η αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επισύρει και πάλι υπό όρους τη γρηγορότερη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, καθώς και τη συνακόλουθη πτώση του ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου εξαρτάται και από μια σειρά άλλους παράγοντες, πέραν της παραγωγικότητας, που εδώ (δηλαδή στο κεφάλαιο 13) θεωρούνται σταθεροί, θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε κάπου αλλού μέσα στο «Κεφάλαιο» την απαρίθμηση τους.
Ας αφήσουμε να μας καθοδηγήσει η σχέση S /V= (C /Y)(Y /V)= (C /Y)'[(S+V) /V]= (C /Y)[(S /V) + 1] (2) από την οποία προκύπτει ότι:
R = (S/V)/ (C/ Y) {[(S /V) + 1] + 1} (3)
όπου Υ το καθαρό προϊόν (δηλαδή το άθροισμα υπεραξίας και αξίας εργασιακής δύναμης).
Παρατηρούμε, με βάση την παραπάνω σχέση, ότι οι παράγοντες που επιδρούν στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, είναι δυνατό να αναλυθούν, αφενός σ' αυτούς που επιδρούν στο ποσοστό υπεραξίας, και αφετέρου σ' αυτούς που επίδρουν πάνω στο μέγεθος (C /Y) . Αυτό το τελευταίο, εκφράζει την ποσότητα σταθερού κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, άρα και την ικανότητα του καπιταλιστή να κάνει οικονομίες στη χρήση του. Αλλά ακριβώς σ' αυτό το ζήτημα, ο Μαρξ αφιερώνει ολόκληρο το κεφάλαιο 5, που έχει τον τίτλο «Οικονομία στη χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου». Και πράγματι εδώ θα συναντήσουμε την απαρίθμηση των παραγόντων που αναζητάμε.
Ο Μαρξ, ακολουθώντας και πάλι τη μέθοδο της αφαίρεσης, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, θεωρεί εδώ (στο κεφάλαιο για την «Οικονομία στη χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου»), ότι το ποσοστό υπεραξίας είναι «δεδομένο» (δηλαδή σταθερό), «για να αποφύγουμε» - όπως λέει - «ανώφελες περιπλοκές» (Κ III, σ. 106). Εντοπίζει στη συνέχεια τους παράγοντες που επιτρέπουν ή περιορίζουν την εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Ας προσπαθήσουμε να τους συνοψίσουμε έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι θα κατορθώσουμε να μεταφέρουμε εδώ μόνον τα ουσιώδη:
Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.
«Η διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη της αύξησης
του παγίου κεφαλαίου στο σύγχρονο
βιομηχανικό σύστημα αποτελούσε επομένως ένα
κύριο κίνητρο για την παράταση της
εργάσιμης ημέρας από τους άπληστους για
κέρδος κεφαλαιοκράτες...» (Κ III, σ. 104-105)
Επειδή
«Το μέγεθος του παγίου μέρους του σταθερού
κεφαλαίου, τα κτίρια του εργοστασίου, τα
μηχανήματα κ.λπ. μένουν τα ίδια, αδιάφορο
αν χρησιμοποιούνται 12 ή 16 ώρες. Η,
παράταση της εργάσιμης ημέρας δεν απαιτεί
καμιά νέα δαπάνη γι’ αυτό το πιο πολυέξοδο
μέρος του σταθερού κεφαλαίου...» (Κ ΠΙ, σ. 104)
Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και τη «μαζική τους χρησιμοποίηση».,
«...η οικονομία στους όρους παραγωγής που
χαρακτηρίζει την παραγωγή σε μεγάλη
κλίμακα..».(Κ III, σ. 106). «Τα ίδια κτίρια, οι ίδιες
εγκαταστάσεις...στοιχίζουν σχετικά λιγότερο
για την παραγωγή σε μεγάλη, παρά σε μικρή
κλίμακα. Το ίδιο ισχύει για τις μηχανές
κίνησης και εργασίας. Μ' όλο που η αξία τους .
ανεβαίνει απόλυτα, πέφτει σχετικά, σε
σύγκριση με την αυξανόμενη έκταση της
παραγωγής και με το μέγεθος του μεταβλητού
κεφαλαίου ή της μάζας της εργατικής δύναμης
που τίθεται σε κίνηση...» (Κ III, σ. 110)
Κοινωνικά συνδυασμένη εργασία (συγκέντρωση και συνεργασία των εργατών, κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας)..
«Όλη αυτή η οικονομία, που προκύπτει από τη
συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και από τη
μαζική τους χρησιμοποίηση, προϋποθέτει όμως
σαν ουσιαστικό όρο τη συγκέντρωση και τη*
συνεργασία των εργατών, δηλαδή τον
κοινωνικό συνδυασμό της εργασίας Ακόμη
και οι διαρκείς βελτιώσεις, που είναι
δυνατές και αναγκαίες, προκύπτουν
αποκλειστικά από τις κοινωνικές εμπειρίες
και παρατηρήσεις, που τις κάνει δυνατές και
τις επιτρέπει η παραγωγή του συνδυασμένου
σε μεγάλη κλίμακα συνολικού εργάτη.» (Κ III, σ. 107).
Οικονομία στους όρους εργασίας σε βάρος των εργατών..
«...η μετατροπή του εργάτη σε
υποζύγιο...φτάνει ως την υπερπλήρωση στενών
και ανθυγιεινών χώρων με εργάτες, πράγμα
που στην κεφαλαιοκρατική γλώσσα ονομάζεται
οικονομία σε κτίρια (Κ III, σ. 116)».
Η οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου μπορεί, βεβαίως, να διαπλέκεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Ανακύκλωση των απορριμμάτων της παραγωγής. Αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα Ι, παραγωγής μέσων παραγωγής..
«...οικονομία που προκύπτει από τις
συνεχείς τελειοποιήσεις των μηχανών,
συγκεκριμένα: 1) Των υλικών από τα οποία
είναι κατασκευασμένες...2) Από το φτήναιμα
των μηχανών, εξαιτίας της βελτίωσης της
παραγωγής μηχανών γενικά, έτσι που, παρά το
ότι η αξία του παγίου μέρους του σταθερού
κεφαλαίου ακατάπαυστα αυξάνει με την
ανάπτυξη της εργασίας σε μεγάλη κλίμακα,
δεν αυξάνει ωστόσο στον ίδιο βαθμό. 3) Από
τις ειδικές τελειοποιήσεις που δίνουν τη
δυνατότητα στις ήδη υπάρχουσες μηχανές να
εργάζονται φτηνότερα και αποτελεσματικότερα...4) Από τη μείωση των
απορριμμάτων ύστερα από τη βελτίωση των
μηχανών...» (Κ III, σ. 108109). «Η άνοδος
του ποσοστού κέρδους σε
έναν κλάδο της βιομηχανίας οφείλεται στην
ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της
εργασίας σε έναν άλλον κλάδο...Είναι η
ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της
εργασίας σ' έναν άλλο κλάδο... στον κλάδο
παραγωγής μέσων παραγωγής, που προκαλεί στο >'
σταθερό κεφάλαιο μια μείωση jtjç σχετικής
αξίας του... »(Κ III, σ. 110).
Πρόοδος στον τομέα των φυσικών επιστημών και της εφαρμογής τους..
«Η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της
εργασίας σε έναν κλάδο παραγωγής... που
μπορεί με τη σειρά της να σχετίζεται με την
πρόοδο στον τομέα της διανοητικής
παραγωγής, ιδίως των φυσικών επιστημών και
της εφαρμογής τους, εμφανίζεται σαν όρος
μείωσης της αξίας, και επομένως του κόστους
των μέσων παραγωγής σε άλλους κλάδους της
βιομηχανίας...» (Κ III, σ. 109).
Εξέλιξη στην ποιότητα των μέσων παραγωγής, την τεχνική τους τελειοποίηση, δηλαδή αύξουσα καταλληλότητα τους ως... .
«...απορροφητές εργασίας, ως μέσα στα
οποία, ή με τη βοήθεια των οποίων,
υλοποιείται η εργασία, επομένως και η
υπερεργασία...» (Κ III, σ. 111).
Οικονομία που προκύπτει από τη συσσωρευμένη πείρα του συλλογικού εργάτη..
«...μόνον η εμπειρία του συνδυασμένου
εργάτη ανακαλύπτει και δείχνει πού και πώς
μπορεί να γίνει οικονομία, πώς θα
εφαρμοστούν με τον απλούστερο τρόπο οι
ανακαλύψεις που ήδη έγιναν, ποια πρακτικά
εμπόδια πρέπει να υπερνικηθούν κατά την
εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη - κατά την
εφαρμογή της στη διαδικασία παραγωγής
κ.λπ.» (Κ III, σ. 135).
Οικονομία που προκύπτει από την εκπαίδευση του συλλογικού εργάτη, τις γνώσεις του, και την υποταγή του στον εργοστασιακό δεσποτισμό. - δηλαδή τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής που μεμιάς είναι και σχέσεις εξουσίας.
«Είναι επομένως ευνόητος ο φανατισμός με
τον οποίο ο κεφαλαιοκράτης κάνει οικονομία
σε μέσα παραγωγής. Το να μη χάνεται και να
μη σπαταλιέται τίποτα, το να καταναλώνονται
τα μέσα παραγωγής μόνο με τον τρόπο που
απαιτεί η ίδια η παραγωγή, εξαρτιέται
ενμέρει από την εκγύμναση και την
εκπαίδευση των εργατών, ενμέρει από την
πειθαρχία, που επιβάλλει ο κεφαλαιοκράτης
στους συνδυασμένους εργάτες...» (Κ III. σ. 112).
«Εφόσον τα μέσα παραγωγής... είναι μέσα
εκμετάλλευσης της εργασίας, ο εργάτης
νοιάζεται τόσο λίγο για τη σχετική φτήνια ή
ακρίβεια αυτών των μέσων εκμετάλλευσης, όσο
νοιάζεται το άλογο, αν το χαλινώνουν με ένα
ακριβό ή φτηνό στομίδι και χαλινάρι.» (Κ III, σ. 114).
«...ο εργάτης συμπεριφέρεται προς τον
κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας του, προς
τον συνδυασμό της με την εργασία άλλων για*
την επιδίωξη ενός κοινού σκοπού, σαν μια
ξένη προς αυτόν δύναμη.» (Κ III, σ. 114)
«...σχέση αποξένωσης και αδιαφορίας ανάμεσα
στον εργάτη... και την οικονομική, δηλαδή
ορθολογική και φειδωλή χρησιμοποίηση των
όρων της εργασίας του από την άλλη». (Κ III, σ.
115)
Η κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων οι καπιταλιστές επιτυγχάνουν οικονομίες σε σταθερό κεφάλαιο αποτελεί απαραίτητο όρο για την κατανόηση των συνθηκών υπό τις οποίες η συσσώρευση κεφαλαίου μετατρέπεται σε υπερσυσσώρευση, δηλαδή σε κρίση. Η μείωση του ποσοστού υπεραξίας μετατρέπεται σε πτώση του ποσοστού κέρδους, μόνον εφόσον δεν αντισταθμίζεται (η μείωση του ποσοστού υπεραξίας) από οικονομίες στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου. Αντίστροφα, μια αύξηση του συντελεστή C/ Y στη διάρκεια μιας ιστορικής περιόδου, δηλαδή η μειούμενη ικανότητα της τάξης των καπιταλιστών για «οικονομία στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου» μπορεί να οδηγήσει σε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και πτώση του ποσοστού κέρδους, ακόμα και σε περιπτώσεις αύξησης (με μικρότερο ρυθμό) του ποσοστού εκμετάλλευσης, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε από τη σχέση (3). Η αύξηση (πτώση) του συντελεστή C /Y προκύπτει πάλι ως αποτέλεσμα είτε μιας μείωσης (αύξησης) της παραγωγικότητας της εργασίας (Υ/ Ν), είτε (και) μιας αύξησης (πτώσης) της «έντασης κεφαλαίου» C/ N, εφόσον: C /Y = (C/ N)(N/ Y) (4), όπου Ν ο αριθμός των απασχολουμένων.
Αναζητήσαμε μέχρις εδώ τους όρους, τις προϋποθέσεις, της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και διαπιστώσαμε ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και όλες εκείνες οι συνθήκες από τις οποίες εξαρτάται η ικανότητα του κεφαλαιοκράτη να κάνει οικονομίες στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η επιχειρούμενη σήμερα αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής, με την εισαγωγή στην παραγωγική διαδικασία των εφαρμογών της μικροηλεκτρονικής και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεν έχει ως στόχο μόνο την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (και επομένως της σχετικής υπεραξίας και του βαθμού εκμετάλλευσης), αλλά και την πραγματοποίηση από το κεφάλαιο μιας σημαντικής οικονομίας στη χρήση μέσων παραγωγής. Η διαδικασία αυτή στοχεύει έτσι, μεταξύ άλλων, στη δραστική μείωση των κάθε λογής αποθεμάτων με τη βοήθεια της μηχανοργάνωσης, ώστε να εξασφαλίζεται η «παράδοση χωρίς καθυστερήσεις» («just in time delivery»), τόσο στο επίπεδο της αγοράς, όσο και στο εσωτερικό των επιχειρήσεων - σε αναφορά με τα προς επεξεργασία στοιχεία.
Όμως η ίδια η κρίση υπερσυσσώρευσης, καταλήγει μεταξύ άλλων και σε μείωση ή επιβράδυνση της ζήτησης, και οδηγεί έτσι σε αύξηση της αναπασχόλητης παραγωγικής δυναμικότητας:
«...μεγάλες μάζες του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου είναι πράγματι αναπασχόλητες,
γιατί σκαλώνει το προτσές αναπαραγωγής.
Εργοστάσια παραμένουν κλειστά, πρώτες ύλες
σωρεύονται, έτοιμα προϊόντα παραγεμίζουν
την αγορά με τη μορφή εμπορευμάτων... Τότε
ακριβώς υπάρχει υπερπληθώρα παραγωγικού
κεφαλαίου...» (Κ III, σ. 609).
«...ένα μέρος των μέσων παραγωγής, πάγιο
και κυκλοφοριακό κεφάλαιο, δεν θα.
λειτουργούσε, δεν θα δρούσε σαν κεφάλαιο,:
ένα μέρος των εργοστασίων που άρχισαν να
λειτουργούν θα έκλεινε.» (Κ III, σ. 321).
Η ίδια λοιπόν η κρίση, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης, προκαλεί και μια σπατάλη σταθερού κεφαλαίου (αναπασχόλητο παραγωγικό δυναμικό), σπατάλη η οποία με τη σειρά της επιτείνει την πτώση του ποσοστού κέρδους, δηλαδή επιδεινώνει την κρίση. Έτσι, η υποκατανάλωση δεν εμφανίζεται στο θεωρητικό σχήμα στο οποίο καταλήξαμε, ως μια αιτία της κρίσης, αλλά ως ένα αποτέλεσμα της, το οποίο όμως αναδρά πάνω στο ποσοστό κέρδους και ανατροφοδοτεί την κρίση. Έχουμε να κάνουμε εδώ, με αυτό που είναι γνωστό στις φυσικές επιστήμες ως θετικό feedback, ή ακόμη με αυτό που στην αγορά συνήθως αποκαλούν «φαύλο κύκλο».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παρατίθεται μια ενδεικτική βιβλιογραφία, η οποία αφορά μόνο το ζήτημα της κρίσης. Είναι λίγο πολύ αντιπροσωπευτική των ρευμάτων και των απόψεων και αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η επεξεργασία του Πρώτου μέρους του Κειμένου Εργασίας.
- Aglietta Michel, Η οικονομική κρίση, Πόλις, Αθήνα 2009
- Αγριαντώνη Χριστίνα, «Σκέψεις για την παγκόσμια κρίση», περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 103/2008, σσ. 99-101
- Βαλερστάιν Ιμάνιουελ, «Η ύφεση: μια μακροπρόθεσμη οπτική», περιοδικό Monthly Review, τ. 49/2009, σσ. 90-93
- Βαλερστάιν Ιμάνιουελ, «Δομικές κρίσεις», περιοδικό New Left Review, τ. 62/2010
- Γκέντε Άντρας, Η φιλοσοφία της κρίσης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
- Βατικιώτης Λεωνίδας, Κρίση και ανασυγκρότηση της οικονομίας από το 1970 μέχρι σήμερα - Η διαμάχη γύρω από τις θέσεις του Brenner και ο χαρακτήρας της κρίσης του 1973, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Διδακτορική διατριβή
- Βατικιώτης Λεωνίδας, «Ένδεκα και μία θέσεις για τη δημοσιονομική κρίση», περ. Ουτοπία, τ. 88/2010
- Γουλφ Ρικ, «Η καπιταλιστική κρίση και η σκιά του Μαρξ», ένθετο Εντός Εποχής/εφημερίδα Εποχή, 10/11/2008
- Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση, «Αφιέρωμα: Διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010
- ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ, 1998-2010: Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση
- Ιωακείμογλου Ηλίας-Μηλιός Γιάννης, «Η έννοια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ», περιοδικό Θέσεις, τ. 36/1991
- Κλάιν Ναόμι, Το δόγμα του σοκ – Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, (Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010 )
- Cohen Daniel- Askenazy Philippe, Οικονομική κρίση: Αίτια και προοπτικές, Πόλις, 2010
- Κρούγκμαν Πολ, Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης, Καστανιώτης, Αθήνα 2009
- Λαπαβίτσας Κώστας κ.ά., Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, (Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 2010
- Λαπατσιώρας Σπύρος-Μηλιός Γιάννης, «Η κρίση είναι συστημική», εφημερίδα Εποχή, 10/11/2008
- Λαπατσιώρας Σπύρος-Μηλιός Γιάννης, «Χρηματοπιστωτική κρίση και “οικονομική ρύθμιση”», περιοδικό Θέσεις, τεύχη 103 και 104/2008
- Λάσκος Χρήστος, «Η μαρξιστική συζήτηση για την παρούσα κρίση», άρθρα Αυγή, Απρίλιος-Μάιος 2010
- Λιοδάκης Γιώργος, «Η κρίση του καπιταλισμού και η κοινωνία σε νέο σταυροδρόμι», εφημερίδα Πριν, 14/11/2008
- Λιοδάκης Γιώργος, «Βαθιά και πολύπλευρη κρίση», εφημερίδα Πριν, 11/11/2009
- Lewis Michael, Το μεγάλο σορτάρισμα – Ποντάροντας στην οικονομική καταστροφή, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2010
- Μανιάτης Θανάσης, «Οι αιτίες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης», εφημερίδα Πριν, 27/6/2010
- Μαντέλ Ερνέστ, Η τελευταία οικονομική κρίση, Οδυσσέας, Αθήνα 1980
- Μαντέλ Ερνέστ, Τα μακρά κύματα της καπιταλιστικής εξέλιξης, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2003
- Μαρξ Καρλ, Το κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, ειδικά τόμοι 1 και 3
- Μαρξ Καρλ, Μισθός, τιμή και κέρδος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.
- Μαυρουδέας Σταύρος, Η Πολιτική Οικονομία και η Κριτική της, ΤΥΠΩΘΥΤΩ, Αθήνα 2006
- Μαυρουδέας Σταύρος, «Το εξωτερικό χρέος, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και ο “κλέψας του κλέψαντος”», http://stavrosmavroudeas.wordpress.com, 2010
- Μέσαρος, «Η εν εξελίξει κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ», Monthly Review, τ. 49/2009, σσ. 94-110
- Μελάς Κώστας, «Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η ΕΕ και η ελληνική οικονομία», Monthly Review, τ. 49/2009
- Μελάς Κώστας, «Ευρωπαϊκή Ένωση: προβλήματα, αντιθέσεις και δομικά αδιέξοδα της πραγματοποιούμενης ενωσιακής διαδικασίας», περιοδικό Monthly Review, τ. 54/2009
- Μηλιός Γιάννης, «Η μαρξιστική ανάλυση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και το ζήτημα του εμπορευματικού χρήματος», περιοδικό Θέσεις, τ. 97/2006
- Μητρόπουλος Αλέξης, Το τέλος του κοινωνικού κράτους – Αριστερά και συνδικάτα μπροστά στην απορρύθμιση, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008
- Μοσκόβσκα Ναταλί, Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις, Κριτική, Αθήνα 1998
- Μπαντιού Αλέν, «Η οικονομική κρίση, το θέαμα και η αντιστοιχούσα πραγματικότητα», Monthly Review, τ. 49/2009, σσ. 112-117
- Μπενσαΐντ Ντανιέλ, Μαρξ - Τρόπος χρήσης, ΚΨΜ, Αθήνα 2010
- Νεγρεπόντη-Δελιβάνη Μαρία, Η φονική κρίση και η ελληνική τραγωδία, Α.Α. Λιβάνη-Ίδρυμα Δ. Και Μ. Δελιβάνη, Αθήνα 2010
- Οικονομικό Δελτίο Alpha Bank, τεύχος 108, Φεβρουάριος 2009
- Παπαδάτος Φάνης,«Κρίση και αξία», εφημερίδα Πριν, 15/10/2008
- Παπακωνσταντίνου Πέτρος, Επιστροφή στο μέλλον – Η κρίση του υπαρκτού καπιταλισμού και η Αριστερά, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010
- Πατέλης Δημήτρης, «Επισημάνσεις για το χαρακτήρα της εν εξελίξει κρίσης και της εποχής”, περιοδικό Διάπλους, τ. 29, Δεκέμβριος 2008-Ιανουάριος 2009, σσ. 17-23
- Πατέλης Δημήτρης-Δαφέρμος Μανώλης-Παυλίδης Περικλής, Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους, 10/3/2010, komepan.blogspot.com
- Ραμονέ Ιγνάσιο, Το απόλυτο κραχ - Η κρίση του αιώνα και η ανασυγκρότηση του μέλλοντος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2009
- Roth Karl Heinz, Παγκόσμια Κρίση - Παγκόσμια Προλεταριοποίηση - Ανταπαντήσεις, Αθήνα 2009
- Σόρος Τζορτζ, Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008
- Σταθάκης Γιώργος, «Η κρίση του 2008 και η παγκόσμια ύφεση», περιοδικό Διάπλους, 2009
- Σταμάτης Γιώργος, Περί νεοφιλελευθερισμού, ΚΨΜ, Αθήνα 2007
- Σταμάτης Γιώργος, Τεχνολογική εξέλιξη και ποσοστό κέρδους στον Μαρξ, Κριτική, Αθήνα 1993
- Σταμάτης Γιώργος, «Απόδειξη της λογικής συνοχής του μαρξικού νόμου της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους», περ. Θέσεις, τ. 7, Απρίλιος-Ιούνιος 1984
- Συλλογικό, Η διεθνής οικονομική κρίση και η θέση της Ελλάδας: Η θέση του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009
- Συλλογικό, Ο χάρτης της κρίσης – Το τέλος της αυταπάτης, Τόπος, Αθήνα 2010
- Τερζάκης Φώτης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα – Πολιτικά κείμενα IV, Futura, Αθήνα 2009
- Τράπεζα της Ελλάδας, Η κρίση του 1929 και η ελληνική οικονομία, ειδικά το πρώτο κεφάλαιο, Αθήνα 2009
- Τσαφογιάννης Γιάννης, Η καπιταλιστική κρίση και η επιστροφή του ιμπεριαλισμού – Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο, Αθήνα 2010
- Φιλιππακόπουλος Κωνσταντίνος-Οικονόμου Ηρακλής, «Κρίση της ευρωπαίκής ενοποίησης και μαρξιστική θεωρία», περιοδικό Monthly Review, τ. 54/2009
- Φωτόπουλος Τάκης, Η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα και το αντισυστημικό κίνημα, Κουκκίδα, Αθήνα 2009
- Χάρβεϊ, Ντέιβιντ, Ο νέος ιμπεριαλισμός, Καστανιώτης, Αθήνα 2006
- Χάρβει Ντέιβιντ, Νεοφιλελευθερισμός - Ιστορία και Παρόν, Καστανιώτης, Αθήνα 2007
- Chris Harman, Η νέα κρίση του καπιταλισμού – Μια μαρξιστική απάντηση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2008
- Χωραφάς Βαγγέλης, «Οικονομική κρίση και γεωπολιτικές ανακατατάξεις», περιοδικό Monthly Review, τ. 62/2010
- Χωραφάς Βαγγέλης, «Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», περιοδικό Monthly Review, τ. 64/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου